ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 5. Οσίου Νείλου Σόρσκυ Άπαντα τά σωζόμενα Ασκητικά

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

5. Οσίου Νείλου Σόρσκυ Άπαντα τά σωζόμενα Ασκητικά


ΣΟΣΡΣΚΥ

ΛΟΓΟΣ Α'.ΤΟΥ ΌΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ
Περί διαφοράς των εναντίον ημών νοητών πολέμων, περί νίκης και ήττας και ότι πρέπει επιμελώς να εναντιωνόμαστε στα πάθη.

         «Διάφορα λοιπόν είναι ό εναντίον ημών πόλεμος του νοερού αγώνος, οι νίκες και οι ήττες, —είπαν  οί Πατέρες—, πρώτον ή προσβολή, έπειτα ό συνδυασμός, μετά από αυτά ή συγκατάθεση, έπειτα ή αιχμαλωσία και μετά ταύτα το πάθος».
«Προσβολή» λοιπόν ονόμασαν οί άγιοι Πατέρες Ιωάννης της Κλίμακος καί Φιλόθεος ό Σιναΐτης «κάποιον ψιλό λογισμό, ή εικόνα του τυχόντος πράγματος, ή οποία νεοφανώς εισφέρεται  στην καρδία και εμφανίζεται στο  νουν». Ό δε Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει: «Προσβολή είναι ή παρά του εχθρού γινομένη υπόμνησης, π.χ. Κάμε τούτο ή εκείνο, όπως επί του Κυρίου και Θεού ημών: Είπε ίνα οί λίθοι ούτοι άρτοι γένονται. Απλώς ειπείν, τούτο είναι οποιοσδήποτε λογισμός, ο οποίος προσφέρεται  στον νουν του ανθρώπου. «Και τούτο, —λέγουν—, είναι χωρίς αμαρτία και δεν έχει« ούτε έπαινο, ούτε μομφή, επειδή δεν είναι εντός ημών». Διότι είναι αδύνατον να μη μας έλθει προσβολή , του εχθρικού λογισμού, όπως λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος: «Προς τούτο εύρε ό διάβολος με τους δαίμονας του είσοδον αφού έκαμε τον άνθρωπον να εκδιωχθεί από τον Παράδεισο και από τον Θεό εξ αιτίας της παρακοής στον να σαλεύει το λογικό έκαστου με τους λογισμούς. Διότι των  προκοψάντων και των τελείων είναι το να παραμένουν ασάλευτοι. «Άλλα και εις τούτους συμβαίνει κατά καιρόν να σαλευτούν», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ.
«Συνδυασμός,» —όπως λέγουν—, είναι όταν συνομιλήσει κανείς προς το εμφανισθέν με εμπάθεια ή απαθώς, δηλαδή ή πρόσληψις του υπό του εχθρού προσφερομένου λογισμού, τουτέστιν, όταν γίγη μελέτη και συνομιλία με αυτόν εκ προαιρέσεως ημών». Τούτο είναι το να λογισθεί κανείς οποιανδήποτε σκέψη εισφερόμενη εις τον νουν του. «Αυτό, —είπον—, δεν είναι παντελώς αναμάρτητο. Έχει δε έπαινο, όταν καταταχθεί θεαρέστως». Το κατατάσσομε λοιπόν ούτος: Αν κανείς δεν αποκόψει την προσβολή του πονηρού λογισμού, αλλά συνομιλήσει ολίγον με αυτόν, ό εχθρός μεν του επιβάλλει να έχη εμπαθή λογισμό, αυτός δε πρέπει να επιδίωξη να τον μεταβολή εις καλόν. Περί του πώς πρέπει να τους μεταβάλλούμε σε καλούς λογισμούς, θα μιλήσουμε, αργότερα αν ό Θεός μας δώσει τον λόγο.
«Συγκατάθεση» δε λέγουν την ενήδονο κλίση της ψυχής προς τον εμφανισθέντα λογισμό ή προς την εμφανιζόμενη εικόνα, τουτέστιν, ‘όταν κανείς προσδεχόμενος τους λογισμούς ή τάς εικόνας, οι οποίες παρίστανται υπό του εχθρού, και συνομιλούν με αυτούς, νοερός συγκατατεθεί ολίγον να γίνει ούτος, όπως λέγει ό λογισμός του εχθρού. «Τούτο, —λέγουν—, «είναι ανάλογο προς την κατάσταση του αθλούντα». Τοιαύτη δε είναι ή κατάστασης εκάστου των αθλούντων: Εάν μεν έφθασε κανείς εις προκοπή και έλαβε παρά του Θεού την βοήθεια να δίωξη τους λογισμούς, αυτός αν ολιγωρήσει και εξ αμελείας δεν επιδίωξη να αποτρέψει τους πονηρούς λογισμούς, δεν είναι χωρίς αμαρτία. Εάν δε κανείς είναι αρχάριος και αδύνατος να εκδίωξη τις προσβολές του πονηρού, αυτός αν συγκατατεθεί έπ' ολίγον στον πονηρό λογισμό, άλλ' ευθύς εξομολογηθεί στον Κύριον, μετανοών και αυτομεμφόμενος, και όταν επικαλείται Αυτών σε βοήθεια, —όπως είναι γεγραμμένο «Εξομολογείστε τω Κυρίω και επικαλείστε το όνομα το αγιον Αυτού» —και εις αυτόν συγχωρεί ό Θεός ένεκεν του ελέους Του δια την ασθένειά του. Τούτο δε ελέχθη υπό των Πα-τέρων περί της συγκαταθέσεως του λογισμού, όταν ακουσίως νικηθεί κανείς υπό του λογισμού, ευρισκόμενος στον αγώνα. Ή δε ρίζα του νοός του είναι στερεωμένη στο να μη αμαρτάνει και να μη πράττει ενεργώς την ανομία. Ό δε Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει· «Ύστερον ακολουθούν τα πάθη μετά την πάλη και την συγκατάθεση». Και εννοείται ότι περί της συγκαταθέσεως ταύτης είπεν ό Άγιος ούτος, ότι «όποιος προσδέχεται τους λογι-σμούς του εχθρού εκουσίως και συνομιλεί και συνδυάζεται με αυτούς, αυτός νικάτε ύπ' αυτών και προς τούτοις ήδη δεν παλαίει ενάντια του πάθους, άλλα συγκατατίθεται έσωθέν του να πράξη με βεβαιότητα την αμαρτία ή αν και θεληματικώς επιζήτηση να πράξη ενεργώς εκείνο, εις το όποιον συγκατετέθη με τον λογισμό του, αλλά κωλυθή είτε λόγω του τόπου ή δι' ωρισμένα άλλες αιτίας: τούτο είναι βαρύτατο και κατατάσσεται στα απαγορευμένα»

Ή δε αιχμαλωσία ή επίμονος συνουσία προς το τυχόν και αφανιστική της αρίστης ημών καταστάσεως είναι ή βιαία και ακουσία απαγωγή της καρδίας, όταν ό νους αιχμαλωτισθεί υπό των λογισμών, τουτέστιν, με την βία άπαχθή σε πονηρούς λογισμούς, και χωρίς να το θέ-λησης άλλ' αιφνιδίως του Θεού βοηθούντος, επιστρέψεις εις τον εαυτόν σου. όταν κανείς ωσάν υπό της θύελλας και των κυμάτων φερόμενος και από την καλή κατάσταση απαγόμενος προς τους πονηρούς λογισμούς, δεν δύναται να έλθει σε γαλήνια και ειρηνική κατάσταση, —τούτο συμβαίνει μάλιστα από τον θόρυβο και από τις πολλές και ανωφελείς ομιλίας— αυτή είναι ή επίμονος   συνουσία προς το τυχόν και αφανιστική της καλής ημών καταστάσεως. τούτο κρίνεται άλλως αν συμβεί εν καιρώ προσευχής και άλλως αν όχι εν καιρώ προσευχής και άλλως αν πρόκειται περί ουδετέρων και άλλως αν πρόκειται περί πονηρών λογισμών. όταν λοιπόν αιχμαλωτισθεί κανείς εν καιρώ προσευχής υπό πονηρών λογισμών, αυτό είναι βαρύτατο, διότι εν καιρώ προσευχής πρέπει να συνάγωμεν τον νουν επί τον Θεόν και να προσέχουμε στην προσευχή και να αποτρέπομαι τους παντός είδους λογισμούς. Αν συμβεί όχι εν καιρώ προσευχής και ως προς τάς εν τω βίω αναγκαίας χρείας, τα τοιαύτα είναι χωρίς αμαρτία, επειδή και οί Άγιοι πλήρωσαν τάς εν τω βίω τούτω αναγκαίας χρείας κατά τρόπον εύλογων. Εις οποιονδήποτε λοιπόν λογισμό ευρίσκεται ό νους με ευσεβή γνώμη, είναι με τον Θεόν. Τους δε πονηρούς λογισμούς πρέπει πάντοτε να αποστρεφώμεθα.
Πάθος δε αληθώς λέγουν εκείνο, το όποιον εμφωλεύει επί μακρόν χρόνον εν τη ψυχή και οδηγεί αυτήν ωσάν εις έξιν δια της προς αυτό συνήθειας. Και όταν αυτή λοιπόν έλθει αυθαιρέτως και οικειοθελώς εις αυτό, σαλεύει αυτήν συνεχώς με εμπαθείς λογισμούς, οίτινες έμβάλλονται υπό του εχθρού, αφού στερεώθηκε από τον συνδυασμό και από την συχνή συνομιλία και κατάντησε σε συνήθεια δια της πολλής μελέτης και φαντασίας. τούτο δε συμβαίνει, όταν ό εχθρός παραστήσει εις τον άνθρωπον οποιονδήποτε εμπαθές πράγμα επί μέρους και ανάψει αυτόν εις έρωτα αυτού πλέον των άλλων, και είτε θέλει, είτε δεν θέλει, νικηθεί ύπ' αυτού νοερός. Αυτό δε συμβαίνει προ παντός, όταν ό άνθρωπος πριν εξ αμελείας επί πολύ συνεδυάσθη και συνομίλησε με τον λογισμό, δηλαδή, αφού εκ προαιρέσεως έσκέφθη απρεπώς περί του πράγματος τούτου. Αυτό όμως υπόκειται εν πάσιν είτε  στην σύμμετρο μετάνοια, είτε έστιν μέλλουσα κόλασιν, δηλαδή, πρέπει να μετανοήσει και να προσευχηθεί κανείς υπέρ της απελευθερώσεως από το τοιούτο πάθος. Διότι  στην μέλλουσα κόλασιν υπόκειται κανείς δια το αμετανόητο, όχι δια τον πόλεμο. Αν θα συνέβαινε τούτο, δεν θα ήτο δυνατόν να λάβουν μερικοί άφεσιν χωρίς τελεία απάθεια, καθώς λέγει ό Πέτρος ό Δαμασκηνός. «Αρμόζει δε εις τον πολεμούμενο από οποιονδήποτε πάθος να εναντιωθεί επιμελώς εις αυτό», είπον οί Πατέρες. όπως θα πούμε περί του πάθους της πορνείας, όταν κανείς πολεμείται από ένα πάθος προς ένα πρόσωπον, πρέπει παντί τρόπω να απομακρυνθεί άπ' αυτό και να αποφυγή τις συνομιλίες και τάς συντυχίες και την επαφή των ματιών και την οσμή του. Διότι «οποίος δεν φυλάσσεται από όλα αυτά, αυτός εργάζεται το πάθος και πορνεύει διά των λογισμών εν τη καρδία», είπον οί Πατέρες. Αυτός μόνος-ανάφτει την κάμινο των παθών και εισάγει ως θηρία τους πονηρούς λογισμούς.
ΛΟΓΟΣ Β'
 Περί της κατ' αυτών πάλης ημών και ότι δια της μνήμης του Θεού και δια της φυλακής της καρδίας, τουτέστιν δια της προσευχής και της ησυχίας του νοός, πρέπει να νικήσουμε αυτά, και περί του πώς πρέπει να ενεργήσουμε ταύτα. Ωσαύτως και περί χαρισμάτων.
Την πάλη κατά τούτων καθορίζουν οί Πατέρες αναλόγων με την δύναμιν του παλαίοντας, ό όποιος με την θέληση του είτε νίκα, είτε δέχεται την ήττα νοερός. Απλώς ειπείν, πρέπει να εναντιωνώμεθα  στους πονηρούς λογισμούς με όση δύναμη έχομεν. Τούτο γίνεται αίτιον στεφάνων ή βασάνων: Οί μεν στέφανοι ανήκουν στους νικήσαντες, οι δε βάσανοι στους αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες εν τω βίω τούτω.
«Αυτό δε είναι αμάρτημα, το όποιον είναι κολάσεων αίτιον, —λέγει ό Πέτρος ό Δαμασκηνός—, όταν φθάσει κανείς εις την πράξη. Εις δε τους ρωμαλέος παλαίοντας και μη ολιγωρούντας κατά τον σφοδρό πόλεμο του εχθρού πλέκονται υπέρλαμπροι στέφανοι». Ή δε νοερά και αρίστη πάλη, λέγουν οί Πατέρες, είναι το να αποκόψει κανείς την αρχήν του προσελθόντος λογισμού, —ό όποιος λέγεται προσβολή—, και να προσεύχηται αδιαλείπτως. Διότι όστις εναντιούται εις τον πρώτον, τουτέστιν εις την προσβολή του λογισμού, αυτός απέκοψε όλα τα επακόλουθα δια μιας, επειδή νοερός παλαιών κατά της μητρός των κακών, δηλαδή της πονηράς προσβολής, αναιρεί αυτήν με τον λογισμό. Και πρέπει να αγωνιστή να παραστήσει τον νουν κωφόν και άλαλο κατά τον καιρόν της προσευχής», όπως είπεν ό Νείλος ό Σιναΐτης, «και να έχη την καρδίαν ησυχάζουσαν από παντός λογισμού, και αν αυτός φανεί οπωσδήποτε καλός», λέγει ό Ησύχιος ό Ιεροσολυμίτης, «διότι εις τους απαθείς λογισμούς —είπεν— ακολουθούν οί εμπαθείς, όπως είναι γνωστόν εκ της πείρας και ή είσοδος των πρώτων γίνεται αιτία στους δεύτερους». Και επειδή ελέχθη ότι «ακολουθούντες τους καλούς λογισμούς εισέρχονται και οί πονηροί εντός ημών», δια τούτο πρέπει να επιδιώξουμε να σιωπούμε με την σκέψη και από τους νομιζόμενους δεξιούς λογισμούς και να βλέπουμε συνεχώς  στο βάθος της καρδίας και να λέγουμε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με» όλον Ενίοτε δε μόνον το ήμισυ «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελεησόν με». Και πάλιν, αλλάζοντας τις λέξεις «Υιέ του Θεού, ελέησον με», «το οποίο  είναι και ευκολότερο στους αρχαρίους», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. «Δεν πρέπει όμως, —είπε—, να αλλάζουμε συχνάκις, άλλα βραδέως». Τώρα δε προσθέτουν οί Πατέρες εις την προσευχή μία λέξη αφού πουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με», λέγουν αμέσως «τον αμαρτωλό». Και τούτο είναι δεκτό. Μάλιστα δε αρμόζει Εις ημάς τους αμαρτωλούς. Και ούτω λέγε επιμελώς, είτε ιστάμενος, είτε καθήμενος, είτε και ανακλινόμενος, και κλείσε τον νουν σου στην καρδίαν και κρατεί την αναπνοή σου, όσον δυνατόν να μη αναπνέεις συχνάκις, όπως λέγουν ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος και ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Προσκαλεί τον Κύριον Ιησού με πόθο και καρτερία και αναμονή, αποστρεφόμενος πάντας τους λογισμούς. Και ότι είπον οί Πατέρες ούτοι, ότι πρέπει κανείς να κράτη την αναπνοή, ώστε να μή αναπνέει συχνάκις, θα διδάξει ή πείρα ταχέως, διότι αυτό λίαν ωφελεί την σύναξη του νοός. Εάν όμως δεν δύνασαι να προσευχηθείς χωρίς λογισμούς εν τη ησυχία της καρδίας σου, άλλ' δεις ότι αυτοί πολλαπλασιάζονται εντός του νοός σου, τότε μη ολιγοψυχήσεις δι' αυτό, άλλ' επίμενε παρά ταύτα εις την προσευχή. Διότι ό μακάριος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, γνωρίζων ακριβώς, ότι εις ημάς τους εμπαθείς είναι αδύνατον να νικήσουμε τους πονηρούς λογισμούς, είπε το έξης· «Ουδείς των αρχαρίων κρατεί του νοός και εκδιώκει τους λογισμούς, αν ό Θεός δεν κράτηση αύτού και εκδίωξη τους λογισμούς του. Διότι των δυνατών είναι το να κρατούν του νοός και να εκδιώκουν τους λογισμούς, αλλά και αυτοί δεν τους εκδιώκουν άφ' εαυτών, αλλά συν Θεώ αθλούνται εις τον εναντίον τούτων πόλεμο, ενδεδυμένοι την χάριν και την πανοπλία Του». «Σύ δε, —λέγει—, Όταν δεις την ακαθαρσία των πονηρών πνευμάτων, δηλαδή τους εν τη διάνοια σου εγειρομένους λογισμούς, μη φοβηθείς, μηδέ εκθαμβηθής. Και αν σου εμφανισθούν μερικά καλά νοήματα κάποιων πραγμάτων, μη προσεχής εις αυτά, άλλα κρατών την αναπνοή όσο δυνατόν και συγκλείων τον νουν εν τη καρδία, αντί όπλου επικάλεσε τον Κύριον Ιησού συνεχώς και επιμελώς, και θα αποδράσουν, υπό του θείου ονόματος ως δια πυρός αοράτος κατακαέντες». Όταν όμως οί λογισμοί σε θλίψουν πολύ, τότε άναστάς προσευχήσου εναντίον των και πάλιν κράτησον με δύναμιν την πρώτη εργασία. Πώς δε να προσευχώμεθα εναντίον των λογισμών; Τούτο Θεού βοηθούντος θα είπωμεν εν συνεχεία. Όταν όμως, και άφ' ου προσευχηθείς εναντίον των, παρά ταύτα αναισχυντήσουν και πολλαπλασιασθούν τόσον, ώστε να μη δυνηθείς με τον νουν να τήρησης την καρδίαν, τότε λέγε την προσευχή επί πολύ αδιαλείπτως, ρωμαλέος καί καρτερικός με το στόμα. Όταν όμως σε καταλάβουν ή οκνηρία καί ή κόπωσης, προσκάλεσαν τον Θεόν εις βοήθεια καί βίασον τον εαυτόν σου κατά δύναμιν να μη παύσης την προσευχή, καί ευθύς θα απέλθουν όλα ταύτα παντελώς υπό της θείας βοηθείας αποδιωκόμενα. Όταν δε ό νους γαληνεύσει από τους λογισμούς, τότε πάλιν πρόσεχε εις την καρδίαν και λέγε την ευχή ψυχικώς ή νοερός. Πολλαί μεν ενάρετοι εργασίες υπάρχουν, άλλ' είναι επί μέρους. «Ή δε καρδιακή προσευχή είναι πηγή παντός αγαθού καί αρδεύει την ψυχήν ωσάν τα φυτά», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης1. Καί συμπεριλαβών αυτό από τα συγγράμματα όλων των θεοφόρων Πατέρων καί ακολουθών τους λοιπούς, ό μακάριος διατάσσει να έχομεν επιμελή μέριμνα περί της προσευχής, απέχοντες εν αύτη πάντων των λογισμών, ει δυνατόν όχι μόνον των κακών, αλλά καί των νομιζόμενων καλών. «Διότι ή ησυχία, λέγει, είναι απόθεσης των νοημάτων μέχρι καιρού, δία να μη, προσεχών εις αυτά ως εις καλά, απολέσεις το μεγαλύτερο». «Καί να ζήτησης εντός της καρδίας τον Κύριον όπερ είναι το να τήρησης με τον νουν την καρδίαν εν τη προσευχή καί να περιστρέφεσαι πάντοτε εντός αυτής», καθώς είπεν ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος.
«Αυτή δε ή εργασία, —λέγει—, το να τήρηση κανείς τον νουν εν τη καρδία χωρίς πάντων των λογισμών, είναι λίαν επίμοχθος εις τους μη εθισμένους, όχι μόνον εις τους αρχαρίους, αλλά καί εις τους βραδύνοντας εργάτες, οίτινες ακόμη δεν εδέχθησαν καί δεν κράτησαν από την ενέργεια της Χάριτος την ηδονή της προσευχής εντός της καρδίας. Καί από την εμπειρία είναι μεν γνωστόν, διότι στους αδυνάτους ή εργασία αυτή φαίνεται ακόμη λίαν σκληρά καί δύσκολος. Όταν δε βρει κανείς την Χάριν, τότε προσεύχεται άκοπος καί με αγάπη, παρηγορούμενος υπό της Χάριτος». «Διότι όταν έλθει ή ενέργεια της προσευχής, τότε εκείνη αληθώς κρατεί τον νουν εντός του εαυτού του καί ευφραίνει καί ελευθερώνει αυτόν από την αιχμαλωσία», λέγει ό Σιναΐτης. Τούτου ένεκα πρέπει να καρτερεί κανείς εν τη προσευχή, αποστρεφόμενος πάντας τους λογισμούς όσο είναι δυνατόν, καί να μη άνοστη προ καιρού δια να ψάλει. «Διότι εν υπομονή, —λέγει—, να είναι το κάθισμα σου δια τον ειπόντα -τη προσευχή καρτερούντες-, και μη άνοστης ταχέως δια την ακηδία του πόνου και δια την νοερά βοή του νοός». Και αναφέρεται Εις το ρητό του προφήτου· «Ωδίνες ώσπερ ώδινούσης και μελλούσης τίκτει» και στον άγιο Έφραίμ, όστις λέγει· «Πόνει τον πόνο με πόνο, δια να διαφυγής των ματαίων πόνων τους πόνους». Και διατάσσει ότι κλίναντες τους ώμους και την κεφαλήν και αλγούντες πρέπει πολλάκις με πόθο να καρτερώ-μεν εις αυτά, επικαλούμενοι Εις βοήθεια τον Κύριον Ιησού, κύπτοντες κάτω και συνάγοντες τον νουν, αν και αυτός διασκορπιστεί. ταύτα λέγει και αναφέρεται στον ίδιον τον Κύριον, τον ειπόντα ότι «ή Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί άρπάζουσιν αυτήν». «Με την βία, —λέγει—, ό Κύριος υπέδειξε τον περί τούτων ζήλο και πόνο». Όταν όμως ό καλών νους θλίβει και αποκάμει και το σώμα και ή καρδία αλγήσουν από την σφοδρά και συχνή επίκληση του Κυρίου Ιησού, τότε πρέπει να τον απολύσουμε  στην ψαλμωδία, ώστε να του δώσομε λίγη άνεση και ανάπαυση. «Ή τάξις αυτή —είπεν—,   είναι   αρίστη   και   διδαχή   σοφότατων /ανδρών/». Και διατάσσει να πράττει κανείς ούτος είτε κατά μονάς, είτε με μαθητή. «Αν λοιπόν έχεις πιστόν μαθητή, —λέγει—, τότε εκείνος να απαγγείλει τους ψαλμούς, συ δε πρόσεχε  στην καρδίαν, μη δεχόμενος καθ' όλου κανένα είδος φαντασιών και καμία εικόνα οπτασιών δια να μη πλανηθείς». «Υπάρχουν και μετεωρισμοί της διανοίας καί καθ' ον χρόνον ό νους ίσταται εν τη καρδία και ενεργεί την προσευχή, —είπε—, καί δεν υποτάσσονται αυτοί σε κανένα, ει μη στους τελείους εν Πνεύματι Άγίω, οίτινες έφθασαν το αμετεώριστο εν Χριστώ Ιησού»..
Καί αυτό λοιπόν λέγει ό Όσιος ούτος, επειδή ό ίδιος κατενόησε ταύτα εκ πείρας, ότι πρέπει να έχομεν πάσα την σπουδή  στην προσευχή, καί λίγη επιμέλεια των ψαλμών δια την ακηδία, καί να απαγγέλλομαι τροπάρια κατανυκτικά άνευ μέλους κατά τους λόγους του Κλίμακος, ότι «δεν θα μελωδήσουν οί τοιούτοι δηλαδή οί ησυχαστές ». «Διότι αρκεί σε αυτούς εις ευφροσύνη ό πόνος της καρδίας, ό υπέρ ευσέβειας γινόμενος», όπως λέγει ό άγιος Μάρκος, «καί ή θέρμη του Πνεύματος, ήτις δίδεται σε αυτούς προς χαρά καί παρηγοριά». Διατάσσει δε να λέγουν το Τρισάγιο εις πάσαν ψαλμωδία καί το Αλληλούια πάντοτε, κατά την τάξιν των παλαιών πατέρων Βαρσανουφίου καί Διαδόχου καί των λοιπών. «Καί όταν ενίοτε —λέγει— καθορίζεις ως κανόνα των εργασιών μίαν ώραν να προσευχηθείς, μίαν ώραν να ανάγνωσης, μίαν ωραν να ψάλεις καί ούτω να διέλθεις την ήμέραν, αυτό είναι καλόν, —λέγει—, κατά τον καιρόν καί την δύναμη εκάστου των αθλούντων». Καί έθεσεν Εις την προαίρεσίν των είτε να φυλάττουν Τούτο, είτε να τηρούν αδιάλειπτο συνέχεια, τουτέστιν πάντοτε να παραμένουν Εις το έργον του Θεού. Όταν δε δια της Χάριτος του Θεού έλθει ή ήδύτης της προσευχής καί ενεργήσει εν τη καρδία, προτάσσει να επιδοθούμε αυτή τα μέγιστα. «Εάν βλέπεις, —λέγει—, ότι ή ευχή ενεργεί εν τη καρδία σου καί δεν παύει να κινείται, τότε μη άφήσης αυτήν ποτέ καί μη άνοστης να ψάλεις, αν δεν σε καταλείψει κατ' οικονομία. Διότι καταλιπών τον Θεον έσωθεν, επικαλείσαι Αυτόν έξωθεν, από τα υψηλά προς τα χαμαιπετή παρεκκλίνων. Άλλα καί σύγχυσιν προξενείς καί ταράζεις τον νουν από την γαλήνη του, διότι ή ησυχία επωνομάσθη με το όνομα της, επειδή την έχει κανείς εν ειρήνη καί γαλήνη, —δ δε Θεός είναι ειρήνη—, ανώτερος του θορύβου καί της κραυγής». «Οί δε μη γνωρίζοντες την προσευχή, ήτις είναι αρετών πηγή, κατά τους λόγους του Κλίμακος , αρδεύουσα ταύτας ως τα φυτά της ψυχής, πρέπει να ψάλλουν πολύ και χωρίς μέτρον και πάντοτε να ευρίσκονται εν ποικιλία πολλών και διαφόρων εργασιών. Άλλη μεν είναι ή πράξης της ησυχίας, έτερα δε ή του κοινοβίου. Διότι παν μέτρον άριστον κατά τους σοφούς. Όθεν οφείλει λοιπόν ό ησυχαστής συμμέτρως να ψάλλει, καθώς είπον οί Πατέρες, ως επί το πλείστον ασκούμενος εν τη προσευχή. Όταν όμως ραθυμήσει, τότε να ψάλει ή να ανάγνωση τους πρακτικούς βίους των πατέρων. Διότι το πλοίων δεν έχει ανάγκην κόπων, όταν ό άνεμος τείνει τα Ιστία και το μεταφέρει επί της θαλάσσης των παθών, άλλ' όταν σταθεί, τότε μετακινείται με κώπας ή με ρυμουλκό πλοιάριο. Σε εκείνους, οίτινες φιλόνικος προβάλλουν τους αγίους Πατέρας ή μερικούς από τους ενταύθα, ότι έκαμναν παννύχιον στάση και αδιάλειπτο ψαλμωδία, διατάσσει να αποκριθούμε από την Γραφή ούτω· Δεν είναι τα πάντα των πάντων τέλεια δια την έλλειψη του ζήλου και δια την εξασθενίσει της δυνάμεως, άλλα τα μεν μικρά παρά τοις μεγάλοις δεν είναι παντελώς μικρά, τα δε μεγάλα παρά τοις μικροίς δεν είναι παντελώς τέλεια, διότι όχι πάντες ήσαν πάντοτε πρακτικοί, ούτε πάντες βάδισαν τώρα ή παλαιότερα τον ίδιον δρόμο ή τον κράτησαν μέχρι τέλους».
Περί δε των εν προκοπή όντων και φθασάντων εις τον φωτισμό είπεν «αυτοί δεν χρειάζονται να λέγουν ψαλμούς, αλλά να έχουν σιωπή και αδιάλειπτο προσευχή και θεωρία, διότι αυτοί είναι ηνωμένοι με τον Θεόν και δεν έχουν χρείαν να αποσπάσουν τον νουν των άπ' Αυτόν και να τον εμβάλουν Εις σύγχύσιν. Διότι μοιχεύει ό νους των τοιούτων, όταν αποχωριστή από την μνήμην του Θεού και κατασχεθεί υπό έρωτος δι' ευτελέστατα πράγματα». Ό δε άγιος Ισαάκ, γράφων περί τούτων ύψιστα, εξηγεί ούτος· « Όταν εις αυτούς επέλθει ή ανέκφραστος εκείνη χαρά, και ή προσευχή έκκοπή από τα χείλη, τότε λοιπόν, —λέγει—, παύουν το στόμα και ή γλώσσα και ή καρδία, ό ταμιούχος των λογισμών, και ό νους, ό κυβερνήτης των αισθήσεων και ή διάνοια, το ταχυπετές και αναιδές πτηνό. Και προς τίποτε ή διάνοια δεν έχει προσευχή, ούτε κίνηση, ούτε αυτεξούσιων, άλλα καθοδηγείται υπό την οδηγία ετέρας δυνάμεως, και δεν οδηγεί. Και κρατείται ύπ' αιχμαλωσία κατά την ώραν εκείνη και διατρίβει Εις τα ασύλληπτα πράγματα, ένθα δεν γνωρίζει». και ονομάζει τούτο έκστασιν και θεωρία της προσευχής, και όχι προσευχή. Και ό νους δεν προσεύχεται την προσευχή, άλλ' ευρίσκεται υπεράνω της προσευχής. Και κατά την εύρεση του κρείττονος εγκαταλείπεται ή προσευχή και περιέρχεται εις έκστασιν, και δεν έχει επιθυμία κανενός πράγματος κατά τον λόγον του Αποστόλου, «είτε εν σώματι, ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα». Την μεν προσευχή ονόμασε σπόρον, ταύτην δε, δηλαδή την έκστασιν, άρση των δραγμάτων, κατά την οποίαν ό θερίζων εκπλήττεται από την ανέκφραστο θέα, πώς εκ των ελαχίστων και γυμνών κόκκων, τους οποίους έσπειρε, βλάστησαν έμπροσθεν του έξαφνα τοιούτοι ανθηροί στάχυες. «Προσευχή την ονομάζουν οί Πατέρες, επειδή έχει την αφορμή της από την προσευχή και εν καιρώ προσευχής δίδεται Εις τους Αγίους αυτή ή ανέκφραστος δωρεά, και την επονομάζουν όπως θέλουν, δια να στερεώσουν τους λογισμούς της ψυχής. Τα δε ονόματα της δεν γνωρίζει κανείς ακριβώς. Όταν μεν ή ψυχή κινηθεί με την ενέργεια του Πνεύματος προς εκείνο το Θείον και κατασταθεί όμοία προς την Θεότητα δια της ακατάληπτου ενώσεως και φωτιστή δια της ακτίνας του υψηλού φωτός Εις τάς κινήσεις της, και Όταν αξιωθεί ό νους να αισθανθεί την μέλλουσα μακαριότητα, τότε λησμονεί και τον εαυτόν του και πάντα τα παρόντα και δεν έχει πλέον κίνηση προς τίποτε». Και αλλαχού λέγει ότι «εν καιρώ προσευχής ό νους αρπάζεται άνευ της θελήσεως Εις εννοίας των ασωμάτων, τα όποια δεν επετράπη να ερμηνεύσουν οι αισθήσεις. Τότε εξάπτεται εντός σου εξαίφνης χαρά, ήτις κατασιγάζει την γλώσσα εις την ανόμοιο τρυφή της. Βρύει από την καρδίαν πάντοτε κάποια ηδονή και προσελκύει τον ανθρωπον όλον εξ όλου. Ανεπαισθήτως κατά καιρόν και καιρόν εμπίπτει εις όλον το σώμα κάποια τρυφή και αγαλλίασης, όπως σαρκική γλώσσα δεν δύναται να τάς έκφραση, μέχρις ότου θεώρηση όλα τα γήινα ως σποδόν και σκύβαλα εν τη μνήμη ταύτη». «Και Όταν επέλθει εις τον ανθρωπον, —λέγει—, εκείνη ή τρυφή, ή οποία σφύζει εις όλον του το σώμα, τότε νομίζει εν εκείνη τη ώρα ότι δεν είναι τίποτε άλλο ή Βασιλεία του Θεού, ή μη μόνον Τούτο». Και πάλιν αλλαχού λέγει· «Ό εύρων την εν Θεώ χαράν όχι μόνον δεν θα προσβλέψει εις τα πάθη, άλλ' ούτε εις την ζωήν του δεν θα επιστρέψει. Ή αγάπη του Θεού είναι γλυκύτερα της ζωής, και ή κατά Θεόν σύνεσης γλυκύτερα μέλιτος και κηρίου. Εξ αυτής δε τίκτεται ή αγάπη». Άλλα ταύτα είναι άρρητα και ανεκλάλητα, όπως λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος· «Ποία γλώσσα θα λαλήση; ποίος δε νους θα ερμηνεύσει; ποίος λόγος θα το έκφραση; Διότι φρικτό, εν αλήθεια φρικτό και υπέρ λόγον είναι το ότι βλέπω το φως, το όποιον δεν έχει ό κό-σμος, εν μέσω του κελιού μου, επί της κλίνης καθήμενος. Εντός μου βλέπω τον Ποιητήν του κόσμου, και ομιλώ και φιλώ και τρώγω και τρέφομαι καλώς με μόνη την θεωρία Του. Και συνηνωμένος με Αυτόν υπερβαίνω τους ουρανούς. Και τούτο γνωρίζω ακριβώς και αληθώς. Που όμως ευρίσκεται τότε το σώμα, δεν γνωρίζω». Και ομιλών περί του Κυρίου είπεν «Αυτός με αγαπά, και εντός του ιδίου του εαυτού Του με λαμβάνει, και εν αγκάλες με σκεπάζει. Εν ούρανω ων, υπάρχει και εν τη καρδία μου, εδώ και εκεί μου είναι ορατός». Και πάλιν λέγει προς το πρόσωπον του Κυρίου· «Τούτο, Δέσποτα, με αναδεικνύει ίσον προς τους αγγέλους, και με καθίστα ανώτερων εκείνων, διότι εις αυτούς είσαι αόρατος κατά την ουσία, κατά δε την φύσιν απρόσιτος, εις έμέ όμως γίνεσαι πάντως ορατός, και με την φύσιν σου μειγνύεται ή ουσία μου». ταύτα δε γράφων, εξηγεί· «Οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν σαρκική ουκ ανέβει». Και Εις ταύτα παραγενόμενος όχι μόνον δεν θέλει να εξέλθει του κελιού, αλλά και να είναι κεκρυμμένος εντός λάκκου, εσκαμμένου υπό την γήν, «όπως, εκεί διάγων, —λέγει—, έξω από όλον τον κόσμον, βλέπω τον άθανατον Δεσπότη μου και Κτίστη». Και προς ταύτα συμφωνών λέγει ό άγιος Ισαάκ· «Όταν αρθεί το κάλυμμα των παθών από τους οφθαλμούς της διανοίας του ανθρώπου και δη αυτός την δόξα εκείνη, ευθύς θα ανυψωθεί ή διάνοια του εν εκπλήξει. Και εάν ό Θεός δεν είχε θέσει όριο εις τα τοιαύτα πράγματα κατά την ζωήν ταύτην, πόσον αρμόζει να παραμείνει κανείς εις αυτά, —και όμως, ον επιτρέπετε  στον άνθρωπο να παραμείνει εις αυτά καθ' όλη την ζωή του, δεν θα ήθελε να εξέλθει εκείθεν από την θαυμάσια θεωρία τούτων». Άλλ' ό Θεός πράττει τούτο δια το έλεος Του, το να ελάττωση κατά καιρόν τάς χάριτας από τους Αγίους, δια να χουν και εκείνοι την πρόνοια και μέριμνα περί των αδελφών και την διακονίαν του λόγου, ήτις είναι παραίνεσης προς ευσέβεια, όπως λέγει ό άγιος Μακάριος περί των εις τα μέτρα της τελειότητας φθασάντων «Θα ήθελε ό άνθρωπος ούτος όλος να καταναλωθεί από την αγάπη και γλυκύτητα των θαυμάσιων εκείνων θεωριών». «Και εάν θα είχε την Χάριν πάντοτε κατά τούτον τον ίδιον τρόπον, —είπε—, δεν θα ήτο δυνατόν να υποφέρει την οικονομία και το βάρος του λόγου, ούτε να ακούσει ή να ειπεί κάτι από τα παρόντα, ή να μεριμνήσει περί τούτων έστω το ελάχιστον». Και ώμίλησεν εν παραβολή περί των τελειωθέντων δια της Χάριτος, ότι «αναβαίνουν δώδεκα βαθμίδας,  ή Χάρις υποχωρεί, —λέγει—, και κατέβασα μίαν βαθμίδα, ίσταται ούτος ειπείν επί της ενδέκατης. Και δια Τούτο το μέτρον της τελειότητας δεν κρατείται ύπ' αυτών, δια να έχουν χρόνον να ασχολούνται και με τους αδελφούς και να προνοούν την διακονίαν του λόγου» . Άλλα τι να είπωμεν περί εκείνων, οίτινες γεύθηκαν έτι εν τω θνητό τούτω σώματι της αθανάτου τρυφής, και έτι εν τω ολιγοχρόνιο κόσμο τούτω αξιώθηκαν εν μέρει εκείνης της χαράς, ή οποία απόκειται εν τη ουρανιά πατρίδα; Αυτοί ούτε προσκολλώνται Εις τα καλά και τερπνά του κόσμου τούτου, ούτε φοβούνται τα θλιβερά και δεινά, αλλά με τον Απόστολων παρρησιάζονται να λέγουν «Ουδέν χωρίσει ημάς από της αγάπης του Θεού» και τα λοιπά. Αυτό λοιπόν είναι, κατά τον λόγον του αγίου Ισαάκ, «έργον εκείνων, οί όποιοι έγιναν θεαταί και λειτουργοί τούτου του πράγματος ή των υπό τοιούτων Πατέρων παιδευθέντων και διδαχθέντων την αλήθεια από τα στόματα εκείνων και διαπερασάντων τον βίον των εις ταύτας και τοιαύτας αναζητήσεις».
Ημείς όμως οί αχρείοι, υπαίτιοι όντες Εις πολλάς αμαρτίας και πλήρεις παθών, ένεκα τούτου δεν είμεθα άξιοι ούτε καν να ακούσουμε τοιούτους λόγους. 'Αλλ' ελπίζω στην Χάριν του Θεού, τόλμησα επί μέρους να αναφερθώ εις ταύτα τα άγια γραπτά των πνευματοφόρων λόγων, δια να γνωρίσωμεν έστω εν ολίγο από ποία αθλιότητα συνεχόμεθα καί σε ποια άνοια παραδιδόμεθα, Όταν επιδιώκουμε την επικοινωνία και προκοπή του κόσμου τούτου καί όταν αποκτούμε πράγματα φθαρτά, καί όταν εισερχόμεθα δια ταύτα σε περισπασμούς καί διαμάχες καί προξενούμε ζημία στις ψυχές ημών. Καί τούτο πράττοντας, νομίζουμε ότι αγαθοποιούμε και λογιζόμεθα αυτό εις έπαινο του εαυτού μας. Άλλα «ουαί εις ημάς, ότι δεν γνωρίζουμε τάς ψυχάς ημών, ούτε εννοούμε, εις ποια πολιτεία εκλήθημεν», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ, «και νομίζομε ότι ό βίος του κόσμου τούτου ή αί θλίψεις του ή αί αναπαύσεις του είναι κάτι»· Καί από την οκνηρία καί κοσμοφιλία καί αμέλεια ημών λέγομε ότι ταύτα άρμοσαν στους παλαιούς Πατέρας. Εις ημάς όμως αυτά δεν είναι αναγκαία, ούτε είναι δυνατά. Άλλα δεν έχει ούτω το πράγμα, δεν έχει! Αδύνατα είναι μεν Εις εκείνους, οί όποιοι αυτοπροαιρέτως ρίπτουν τον εαυτόν των Εις τα πάθη καί δεν θέλουν να μετανοήσουν αληθώς καί με σπουδή να καταγίνονται Εις το έργον του Θεού καί οί όποιοι αγαπούν τάς ανωφελείς μεριμνάς του κόσμου τούτου. Πάντας δε τους θερμώς μετανοούντα ελεεί ό Κύριος, καί ευεργετεί καί δοξάζει τους μετά πολλής αγάπης καί φόβου ζητούντα Αυτόν καί προς Αυτόν μόνον αποβλέποντας καί ποιούντα τάς έντολάς Του. ούτω μας πληροφορεί όλη ή Θεία Γραφή. Διότι πολλοί παλαιοί Πατέρες ήσαν έργάται καί διδάσκαλοι τούτων, καί ό ένας οικοδόμησε καί ενδυνάμωσε τον άλλον. Τώρα όμως, άφ' ου σπάνισαν οί τοιούτοι, αν θέληση κανείς με σπουδή να επιδοθεί στο έργον του Θεού, τον παιδαγωγεί κυρίως ή Χάρις καί τον βοηθεί από του νυν καί έως του αιώνος. Όσοι όμως δεν έχουν προαίρεσιν να αγωνισθούν καί οδηγούν καί άλλους Εις αμέλεια καί απελπισία καί λέγουν, ότι τώρα υπό του Θεού δεν χορηγούνται αί δωρεαί των παλαιών χαρισμάτων, αυτούς ονομάζει πλανωμένους καί πλανώντας τους άλ-λους. Άλλα μερικοί δεν θέλουν ούτε να ακούσουν ότι υπάρχει. Χάρις Εις τον παρόντα καιρόν. «Ούτοι είναι από την πολλή αναισθησία καί αφροσύνη καί ολιγοπιστία σκοτισμένοι», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Ημείς όμως έγνωρίσαμεν ταύτα πάντα από τάς Αγίας Γραφάς, καί εάν θέλουμε να έχουμε αληθινή επιμέλεια δια το έργον του Θεού, απομακρυνόμεθα πρώτον όσον δυνατόν από την ματαιότητα του κόσμου τούτου καί αγωνιζόμεθα να μειώσουμε τα πάθη, τουτέστιν να τηρούμε την καρδίαν από τους πονηρούς λογισμούς. Καί εν τούτω να εκτελούμε τάς έντολάς. Και με την φυλακήν της καρδίας να έχομεν πάντοτε την ευχή. «Ούτος λοιπόν είναι ό πρώτος βαθμός της μοναχικής ηλικίας, και κατ' άλλον τρόπον είναι αδύνατον να μειωθούν τα πάθη», λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος. Και μάλιστα κατά τάς νύκτας αρμόζει να καταγινώμεθα με σπουδή εις την εργασία ταύτην, είπον οί Πατέρες. Όθεν λέγει ό μακάριος Φιλόθεος ό Σιναΐτης ότι «κατά τάς νύκτας μάλλον πρέπει να καθαριστή ό νους». Και ό άγιος Ισαάκ λέγει· «Έκαστη προσευχή, την οποίαν προσφέρεις κατά την νύκτα, να είναι εν τοις οφθαλμοίς σου τιμιότερα πασών των πράξεων της ημέρας. Διότι ή ήδύτης, ήτις δίδεται εις τους ασκητές κατά την ήμέραν, πηγάζει από το φως της νυκτερινής εργασίας». Και οί λοιποί Άγιοι συμφωνούν ως προς αυτό. Δια Τούτο ό της Κλίμακος λέγει· «κατά την νύκτα δίδε το περισσότερο εις την προσευχή, το δε ολιγότερων εις την ψαλμωδία». Και αλλαχού λέγει· «Αποκαμών ό εργάτης, άναστάς θα προσευχηθεί». Ούτω πρέπει και ημείς να πράξουμε, Όταν ό νους κοπιάσει εν τη προσευχή, να τον αφήσουμε λίγο στην ψαλμωδία, την οποίαν έχει κανείς ως κανόνα, είτε ψαλμούς, είτε ώρισμένα τροπάρια, είτε κάτι άλλο. «Ή μεν πολυλογία πολλάκις διασκόρπισε τον νουν εν τη προσευχή· ή δε ολιγολογία πολλάκις συνήγαγε αυτόν», λέγει ό ίδιος ό Ιωάννης της Κλίμακος. Κατά τον διασκορπισμών των λογισμών πρέπει να επιδοθεί κανείς περισσότερο Εις την ανάγνωση, όπως λέγει ό Ισαάκ· «Εν καιρώ κατά τον όποιον ή διάνοια σου είναι διασκορπισμένη, περισσότερο να επιδοθείς στην ανάγνωση παρά στην προσευχή». Ή εις το εργόχειρο, όπως ό άγγελος παρέδωσε στον Μέγα Αντώνιο. Διότι Εις τους αρχαρίους κατά την επιδρομή μεν των λογισμών το εργόχειρο με την ευχή ή κάποια διακονία είναι λίαν ωφέλιμα, είπον οί Πατέρες, μάλιστα δε εν καιρώ θλίψεως και ακηδίας των λογισμών αυτά είναι χρήσιμα· Ό δε μακάριος Ησύχιος ό Ιεροσολυμίτης ορίζει Εις την νοερά εργασία ταύτην τεσσάρας τρόπους· «'Ή το να παρατήρηση κανείς τις προσβολές, η  το να εχη κανείς την καρδία βαθέως σιωπώσα από παντός λογισμού καί να εύχεται, ή το να επικαλείται κανείς τον Κύριον Ιησού Χριστόν σε βοήθεια, ή το να εχη κανείς μνήμη θανάτου. Αυτοί πάντες οί τρόποι εμποδίζουν τάς πονηράς εννοίας». Καί εν οποιοδήποτε τούτων αν ευρέθη κανείς, ταύτα πάντα λέγονται νίψις, δηλαδή νοερά εργασία. Άφ' ου ταύτα πάντα είδαμε, ας άθληση έκαστος ημών κατά την αρμόζουσα σε αυτόν τάξιν.

ΛΟΓΟΣ Γ'.
 Περί τον πώς και δια ποίου μέσου πρέπει να ενισχυθούμε κατά την απειλή των πολέμων του νοητού αγώνος.
Αυτή είναι ή ενισχύσεις στον πόλεμο του αγώνος ημών, περί της οποίας γίνεται λόγος σε όλες τις Γραφές, το να μη ολιγοψυχήσομε, μήτε να, ακηδιάσουμε, όταν πολεμούμεθα δεινώς από πονηρούς λογισμούς, μήτε να παύσουμε να τρέχουμε τον δρόμο εν τω σταδίω. Και αυτή μεν είναι ή δολιότητα της κακίας του διαβόλου, το να μας βάλει σε ντροπή δια τις ήττες ύπο των αισχρών λογισμών, ώστε να αισχυνθούμε να αναβλέψουμε δια της μετανοίας προς το Θεό και να προσευχηθούμε εναντίον των. Άλλα δια της συνεχούς μετανοίας και αδιάλειπτου προσευχής νικούμε αυτούς και δεν δίδομε τον νότων στους εχθρούς, —αν και λαμβάνουμε παρ' αυτών χιλίας πληγάς καθ' έκαστη ήμέρα—, και αποφασίζομε μέχρις ότου αποθάνουμε να μη αποστατήσουμε έπ' ουδενί λόγω από την ζωηφόρον εργασία ταύτην. Διότι μετά τούτων γίνεται εις ημάς τους εμπαθείς καί αδυνάτους κρυφίως ή επίσκεψις του θείου ελέους, επειδή όχι μόνον εις ημάς, άλλα και εις τους εν τη υψηλή τάξει της καθαρότητας ισταμένους και εις τους εν βίω αξίων επαίνων «εντός της πολιτείας της ησυχίας ύπο τον βραχίονα της γνώσεως του Θεού διάγοντας συμβαίνουν νοερές πτώσεις και μετά ταύτας ειρήνη και παρηγοριά καί λογισμοί σωφροσύνης καί πραότητας», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ. Διότι όταν ένας άνθρωπος άχρηστος και ανελλιπώς από την αγυμνασία του κεντριζόμενος καί καταρριπτόμενος, καί εν παντί καιρώ εν αδυναμία τελών, αρπάζει την σημαία εκ των χειρών της στρατιάς των υιών των γιγάντων, τότε το όνομα του εξαίρεται καί επαινείται πλέον του ονόματος των άθλούντων καί γνωριζομένων εν ταίς νίκες, καί αυτός λαμβάνει στέφανον καί δώρα πολυτιμότερα πάντων των εταίρων του. Καί τούτο μας δεικνύουν σαφώς οι άγιοι καί αφαιρούν την αμφιβολία από την διάνοια ημών, δια να μη εκλυθούμε κατά τον νου  στον νοερό πόλεμο, καί εν καιρώ ταραχής από τις επιθέσεις των αισχρών λογισμών, καί να μη αποκλίνουμε σε απόγνωση. Καί πάλιν, όταν γίνει ή επίσκεψις της Χάριτος, να μη αμεριμνήσης, μήτε να επαρθείς, άλλ' εξομολογήσου εις τον Θεόν καί ευχαρίστησαν Αυτόν καί πρόσπεσαν εις Αυτόν επί τη μνήμη των αμαρτημάτων σου, τα όποια σου συνέβησαν εν τω καιρώ της παραχωρήσεως. Πού κατεβείς τότε καί πώς απέκτησες νουν κτηνώδη; Καί μνημόνευσαν της αθλιότητας της φύσεως σου καί διάκριναν τους ακάθαρτους λογισμούς καί τα άσχημα είδωλα, τα όποια ανυψώθηκαν στην διάνοια σου εν καιρώ χειμώνας καί εν ώρα συγχύσεως καί αταξίας των λογισμών, οίτινες εν τη αβλεψία της αμαυρώσεως επανέστησαν προ ολίγου εναντίον σου. Πόσον ταχέως εξέκλινας προς τα πάθη καί συνωμίλησας με αυτά εν τη σκοτώ-σει του νοός! Καί ταύτα ενθυμούμενος, μετανόησον καί μέμψου τον εαυτόν σου! Κατανόησον, ότι ταύτα πάντα ή Θεία Πρόνοια επάγει εις ημάς δια να ταπεινωθώμεν. Διότι ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει· «Εάν ό άνθρωπος δεν εγκαταλειφθεί καί δεν νικηθεί καί δεν κυριευθεί καί δεν καταδουλωθεί ύπο παντός πάθους, νικώμενος κατά τον λογισμό καί κατά το πνεύμα καί μη εύρίσκων βοήθεια ούτε εκ των έργων, ή εκ του Θεού, ή εκ τίνος άλλου δια παντός, ώστε παρ' ολίγον λοιπόν να έλθει εις απελπισία, καταδυναστευόμενος κατά πάντα, δεν δύναται να συντριβή και να έχη τον εαυτόν του υποκάτω πάντων και εσχατον δούλον πάντων και χειρότερο ακόμη των ιδίων των δαιμόνων, ως όλοτελώς ύπ' αυτών τυραννούμενος και νικώμενος. Και αυτή είναι ή της προνοίας οικονομική και παιδευτική ταπείνωσης. Δι' αυτής δίδεται παρά του Θεού ή δευτέρα και υψηλή, ήτις είναι θεία δύναμις, ή ενεργούσα και επιτελούσα τα πάντα. Δι' αυτής βλέπει τον εαυτόν του πάντοτε ως όργανον ταύτης και δι' αυτής εργάζεται τα θαυμάσια του Θεού». Πρόσεχε δε τούτο μετά φόβου· εάν δεν ταπείνωσης το φρόνημα σου, ή Χάρις θα σε εγκατάλειψη, και θα πέσεις τελείως εις εκείνα τα πράγματα, εις τα όποια πειράζεσαι τώρα μόνο με τους λογισμούς. Διότι το να σταθείς εν αρετές δεν είναι δικό σου κατόρθωμα, άλλα ή Χάρις είναι εκείνη, ή οποία σε βαστάζει επί της παλάμης των χειρών της και σε φυλάσσει από πάντα τα εναντία. Πρέπει όμως να προσέχουμε ακριβώς να μη δημιουργηθεί διόλου εκ μέρους ημών αιτία να ενδυναμωθούν εναντίον ημών οι πονηροί λογισμοί, επειδή δεν βαδίζομε ορθώς την οδόν του Θεού, αλλά κατά τρόπον διεφθαρμένο και απρόσεκτο. Πρέπει λοιπόν κατά δύναμιν να διάγει πολιτεία σύμφωνων προς πάσας τάς Θείας Γραφάς εν κεφαλαίο με πολλή προθυμία και σπουδή και πάντα να πράττει με ευσέβεια και ταπείνωση εκείνος, όστις θέλει να παραδοθεί , εις την αγάπη του Θεού και αληθώς να σωθεί, καί χωρίς  ακηδία και με επιμέλεια να επιτελή πάντοτε το έργον του Κυρίου.
ΛΟΓΟΣ Δ'.
 Περί του κεφαλαίου πάσης εργασίας εν τη πολιτεία ημών.
Το κεφάλαιο εν τη πολιτεία ημών είναι τούτο· να παραμένουμε πάντοτε καί εν πασι και εν παντί επιτηδεύματι με ψυχή και σώμα, με λόγο και έργο και διάνοια κατά δύναμη εν τω έργω του Θεού. Διότι «όπως ζήσαμε πρώτον εν τω κοσμώ, εν τη ματαιότητα του, και κατά δουλωθήκαμε με όλο τον νου καί τις αισθήσεις  στην άπάτη της αμαρτίας, —λέγει ο μακάριος Φιλόθεος—, ούτω πάλιν πρέπει προσελθόντες εις τον κατά Θεον βίο να δουλεύσουμε με όλον τον νουν και τάς αισθήσεις εις τον ζώντα και αληθινό Θεον και εις την δικαιοσύνην και το θέλημα του Θεού» και να πράττωμεν τάς αγίας εντολές Του, και να απέχουμε παντοιοτρόπως από πάντα τα μη αρεστά εις τον Θεό κατά την Γραφή, την λέγουσα «Προς πάσας τάς έντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν οδόν  αδικίας έμίσησα». Και εξ ύπνου ανάστατες πρέπει πρώτον μεν να δοξολογούμε τον Θεόν, έπειτα δε να έξομολογουμεθα σε αυτόν. Μετά ταύτα ακολουθούν οι εξής εργασία προσευχή, ψαλμωδία, ανάγνωσης, εργόχειρο και οποιαδήποτε άλλη εργασία. Πάντοτε δε πρέπει να έχω μεν τον νουν εν πολλή ευλάβεια και ελπίδι Θεού κρεμάμενο και πάντα όφείλομεν να πράττωμεν προς ευαρέσκειά Του, και όχι δια την κενοδοξία, ούτε δια την ανθρωπαρέσκεια, γνωρίζοντες σαφώς, ότι πάντοτε είναι μεθ' ημών ό πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Διότι «ό φυτεύσας το ους ακούει πάντα, και ό πλάσας τον όφθαλμόν βλέπει πανταχού». Και αν τύχη συνομιλία, πρέπει να επιτελούμε και ταύτα κατά Θεόν, φυλατούμενοι από γογγυσμό και κατάκριση και αργολογία και φιλονικία. Επίσης και  στην τροφή και πόσι: και ταύτα μετά φόβου Θεού. Εν καιρώ ύπνου δε προ παντός πρέπει να διάγουμε ευλαβώς, έσωθεν νοερός, έξωθεν δε εις όλα τα μέλη καλώς συνεσταλμένοι. Διότι ό ολιγοχρόνιος ύπνος ούτος είναι τύπος του αιωνίου ύπνου, δηλαδή του θανάτου, και την επί της κοίτης κατάκλιση πρέπει να λογιζόμεθα ως κατάθεση στον τάφο. Καί εις πάντα ταύτα πρέπει να έχομεν τον Θεόν προ οφθαλμών, κατά το ρητό του Δαυίδ· «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου ε-στίν, ίνα μη σαλευθώ». Όστις λοιπόν πράττει ούτος, είναι πάντοτε εν προσευχή. Και αν κανείς έχη σώμα υγιές, πρέπει να το δαμάσει με νηστεία και αγρυπνία και έργα κοπιώδη. Εάν αρμόζει να επιτελούμε τάς μετανοίας και το εργόχειρο με κόπο, ό λόγος είναι δια να δουλωθεί το σώμα εις την ψυχήν και να ελευθερωθεί Χάριτι Χριστού από τα πάθη. Εάν όμως το σώμα είναι αδύνατον, όφείλομεν να το τρέφουμε κατά την δύναμίν του. Πάντοτε πρέπει να μη αμελούμε την προσευχή, είτε υγιαίνοντας, είτε ασθενούντες, ακόμη και εις την αναγκαία χρείαν πρέπει ό νους κρυφίως να μελετά. Και με φόβον πρέπει να επιτελούμε και τούτο. Ή μεν σωματική εργασία ζητείται εκ μέρους των υγιών και ισχυρών κατά το σώμα αναλόγως με την δύναμίν ενός εκάστου· ή δε νοερά, δηλαδή το να τηρεί κανείς τον νουν εν ευλάβεια και έλπίδι Θεού και να παραμένει εν τη αγάπη Του, είναι κοινό χρέος πάντων, ακόμη και εν μεγάλη νόσο. Ωσαύτως και προς τους πλησίον ημών οφείλομε να έχομεν αγάπη κατά την εντολή του Κυρίου. Και αν αυτοί ευρεθούν εγγύς ημών, πρέπει να δείξομε ταύτην με λόγον και έργον, εάν δυνάμεθα, και να φυλάξομε και την αγάπη του Θεού. Αν όμως ευρίσκονται μακράν ημών, πρέπει με αγάπη νοερός να συνδεθούμε με εκείνους και να εκδιώξομε από τάς καρδίας ημών πασαν μνησικακία, την οποίαν έχομεν εναντίον των, και με ταπείνωση να υποτάξομε εις αυτούς την ψυχήν ημών και με την καλήν προαίρεσιν να είμεθα ευάρεστοι εις αυτούς . Όταν δε ό Κύριος ιδεί ότι είμεθα τοιούτοι, τότε θα συγχώρηση και τα ημέτερα αμαρτήματα, και θα δεχθεί τάς προσευχάς ημών ως δώρο καλόν και θα μας δώσει πλούσια τα ελέη Αυτού.
Αναπαράστασης των προηγουμένων και αφήγησης των μετά ταύτα
ταύτα Χάριτι Θεού είπωμεν εκ των Αγίων Γραφών εν ολίγοις περί της νοεράς εργασίας και περί των εν αύτη διαφορών των εναντίον ημών πολέμων του εχθρού και περί της πάλης ημών κατά τούτων. Καί ότι αρίστη πάλη είναι το να έχομεν την καρδίαν εις την προσευχή χωρίς λογισμούς. Καί μίλησα λοιπόν περί της ενεργείας τούτων. Καί εις ταύτα είχον την παρρησία επί μέρους να επισημάνομε κατά τάς Αγίας Γραφάς, ποίας Χάριτος αξιώνονται οΐ έργάται τούτων, αν και είμαι ανάξιος ούτε καν να άπτομαι των τοιούτων. Καί ακόμη είπωμεν με ποίον τρόπον να ενδυναμωτή ό κοπιών εις αυτά και πώς να διέλθει εν γένει τον βίον του ό επιδιδόμενος με σπουδή εις ταύτην την αρίστην και πρώτιστη πάλη της μεγάλης νίκης, τουτέστιν της ησυχίας του νοός και της αληθινής προσευχής. Έπειτα, μετά ταύτα, Θεού συνετίζοντας, θα μιλήσομε και περί των λοιπών τρόπων της νίκης εις τους διαφόρους πολέμους.
Δίπτυχα των κεκοιμημένων
Ποίημα Γέροντος Νείλου. Πρόσεχε ακριβώς τα λεγόμενα

Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των κεκοιμημένων δούλων σου, των γεννηθέντων εκ των δια χειρός Θεού πλασθέντων ανθρώπων, του εκ γης προπάτορας ημών Αδάμ και της συζύγου αυτού προμήτορος ημών Εύας, και γνωρισάντων σε, τον Ποιητήν και Δημιουργόν των απάντων ως αληθινό Θεό, και εν τω βίω αυτών πίστη δουλευσάντων σοι υπό τον νόμον και προ του νόμου κατά το θέλημα σου, και δοξασάντων σου το μεγαλοπρεπές όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Τριάδα ομοούσιων και αδιαίρετων, και  πάντων των άπ' αιώνος εν ευσέβεια τεθνεώτων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ορθοδόξων Βασιλέων και Βασιλισσών και των ευσεβών τέκνων αυτών. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των παναγιότατων Οικουμενικών Πατριαρχών των ορθοδόξων. Μνήσθητι Κύριε, των ψυχών των πιστότατων και ευσεβών Μεγάλων Ηγεμόνων και Ηγεμονίδων και των τέκνων αυτών και πάντων των ορθοδόξων συγγενών αυτών. Μνήσθητι, Κύριε, των πανιερωτάτων μητροπολιτών και πάντων των θεοφιλέστατων αρχιεπισκόπων και επισκόπων. Μνήσθητι, Κύριε, των εκκλησιαστικών σου λειτουργών, αρχιμανδριτών, και ηγουμένων, και ιερομόναχων, και των μεγαλόσχημων και πάντων των μοναχών. Μνήσθητι, Κύριε, των μεγαλόσχημων μοναστριών και των μοναζουσών και των μελανειμονουσών . Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των αρχιερέων και των Ιερομόναχων, και των διακόνων, των εν ευσέβεια βιωσάντων, και πάντων των κληρικών της αγίας Εκκλησίας.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των υπέρ της αγίας Εκκλησίας αγωνισαμένων και υπέρ της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως τα αίματα αυτών ακχεάντων και υπέρ όλου του κόσμου την ζωήν αυτών θεμένων. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών παντός του γένους των ορθοδόξων, των εν πολέμοις φονευθέντων και εν μάχαις τραυματισθέντων νεκρών, και των εν πόλεσι και χωρίοις πυρί κατακαέντων και εν όπλω και μαχαίρα αναιρεθέντων και παντοίος απολεσθέντων δια χειρών των άθεων, και των δι' εμφυλίου πολέμου εν ευσέβεια βίαιων θάνατον λαβόντων. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν οδοίς και πλατιές υπό των Τατάρων και αλλοεθνών φονευθέντων, και των υπό ληστών και εν πάση βία βιαίως αποθανόντων.  Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν δεσμοίς και φυλακές κατακλεισθέντων κεκοιμημένων. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν δριμύς και τέλμα και λόχμες πλανηθέντων και των εις φρέατα και λάκκους πεσόντων νεκρών. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των υπό θηρίων και ερπετών διασχισθέντων και τοις κερασί διατρηθέντων και υπό των όρνέων καταβρωθέντων τεθνεώτων. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν τω βυθώ της θαλάσσης καταποντισθέντων και υπό των ιχθύων διαμελισθέντων ορθοδόξων νεκρών. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν πείνα και δίψα και γυμνότητα τελευτησάντων. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εκουσίως και ακουσίως εκ του κόσμου τούτου μεταστάντων και παντοίως αιφνίδιο θάνατον λαβόντων ορθοδόξων. Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών πάντων των ορθοδόξων, των ανά την ύπ' ούρανόν και κατά πάσας τάς επτά χιλιετηρίδας επί γης ευσεβώς βιωσάντων και των ανά την υφήλιο και ανά πάντα τα πέρατα της οικουμένης παντοίες θλίψεσι και ανάγκαις και νόσοις βιαίως κρατηθέντων και αποθανόντων ορθοδόξων απάντων, γερόντων και νεανίδων πλουσίων και πενήτων, ελευθέρων και δούλων, άρρενος και γυναικείου φύλου. Πάσας τάς εν ευσέβεια βιώσασας γενεάς και γενεάς των προς σε μεταστάντων Άναπαυσον, Κύριε, τους ενθάδε κείμενους, τους απανταχού και εν παντί τόπο της δεσποτείας σου ορθοδόξους, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν.



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |