ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 8.ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

8.ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ



NEKTARIOS

ΩΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΝ
(κείμενο τοϋ Άγιου Νεκταρίου για τον κοσμοϊστορικό ρόλο των Ελλήνων, ιδίως έν σχέσει με την διάδοσιν τοϋ Ευαγγελίου)
Ή απάντηση τοϋ Αγίου Νεκταρίου σε όσους αδιάκριτα καί γενικευμένα καταδικάζουν τούς αρχαίους Έλληνες για διαφθορά βίου. Ένας λαός με τέτοιους φιλοσόφους δεν μπορεί παρά νά άκολουθεΐ τον δρόμο πού τοϋ ορίζουν. Οί άρχαΐοι Έλληνες ΔΕΝ ήσαν κτήνη παραδομένα στήν άκολασία καί στήν διαφθορά άλλά λαός με ιδιαίτερη ΚΛΗΣΗ! ...αυτή ή κλήσις αυτού έν τοϊς έθνεσιν μαρτύριον ή εθνική αυτού ιστορία· μαρτύρων ή φιλοσοφία αύτού μαρτύριον ή κλίσις αύτού μαρτύριον αί εύγενείς αύτού διαθέσεις· μαρτύριον ή παγκόσμιος ιστορία· μαρτύριον ή μακροβιότης αύτού, έξ ής δυνάμεθα άδιστάκτως νά συμπεράνωμεν καί τήν αιωνιότητα αύτού, διά τό αιώνιον έργον τού Χριστιανισμού μεθ'ού συνεδέθη όΈλληνισμός.
Προ θεωρία
Αξιότιμοι Κύριοι,

Τό θέμα ταύτης τής μελέτης μου προήλθεν έκ των μελετών, εις άς από τινων έτών άσχολοϋμαι. Οί Έλληνες συγγραφείς ύπήρξαν τό ύποκείμενον των μελετών μου· ώρμήθην διά φλέγοντος πόθου, όπως άθροίσω πάν ό,τι περί Θεού, περί ψυχής, καί περί άρετής ύγιές είρήκασι, καί θησαυρίσω τάς σοφάς τών σοφών Ελλήνων γνώμας έν ένί τεύχει προς διδασκαλίαν τών περί τάς μελέτμς άσχολουμένων. Εκ τής μελέτης ταύτης καί τής διευθετήσεως τής ύλης έπείσθην, ότι οί Έλληνες σοφοί έν όλψ καί έν μέρει ύπήρξαν διδάσκαλοι τής άληθείας, ότι ταύτης έγένοντο έρασταί καί ταύτην έπεζήτησαν, καί ότι ό έρως τής γνώσεως τής άληθείας ήν ό προς τήν άληθή φιλοσοφίαν αύτούς άγων ούτος ήγαγε κατά μικρόν τό Ελληνικόν έθνος προς τήν εύκρινεστέραν γνώσιν τής άληθείας καί τελευταΐον προς τήν άποκαλυφθεΐσαν άλήθειαν.
Ή Ελληνική φιλοσοφία έγένετο τή Ελληνική φυλή παιδαγωγός προς κατανόησιν τής άποκαλυφθείσης άληθείας. Ό έρως προς τήν φιλοσοφίαν έγένετο έρως προς τον χριστιανισμόν, καί ή φιλοσοφία άπέβη πίστις εις Χριστόν. Ό έρως άρα προς τήν άλήθειαν ύπήρξεν ό λόγος, δΤ όν ή Ελληνική φυλή άμα τή έμφανίσει τής άποκαλυφθείσης άληθείας έγένετο ταύτης έραστής καί οπαδός καί ένεστερνίσθη καί ένεκολπώθη αύτήν καί τό αίμα αύτής άφειδώς ύπέρ αύτής έξέχεεν. Επειδή λοιπόν τοιαύτη ή Ελληνική φιλοσοφία καί ούτος ό λόγος, δι’ όν ή Ελληνική φυλή πρώτη ήσπάσθη τον χριστιανισμόν, διά τούτο έλαβον ώς θέμα μελέτης τήν Ελληνικήν φιλοσοφίαν ώς προπαιδείαν εις τον χριστιανισμόν, ώς θέμα πολλής σπουδαιότητος διά τούς Έλληνας.
Κυρίως κείμενο
Ελληνική φιλοσοφία. Δυο λέξεις· άλλά λέξεις μεσταί μεγάλων καί ύψηλών έννοιών έν αύταΐς έγκολποϋται ή τελεία περί άνθρώπου έννοια· έν αύταΐς συνάπτονται τά πέρατα
της φιλοσοφικής ένεργείας- έν αύταΐς περιλαμβάνεται τό σύνολον των έπίστημονίκών αρχών έν αύταΐς έκφράζεται τό πνεύμα τής άναπτυχθείσης άνθρωπότητος· έν αύταΐς χαρακτηρίζεται ή τελεία τού ανθρώπου είκών έν αύταΐς όμολογείται τό μέγεθος τού ανθρωπίνου νοϋ· τό ύψος τής ανθρώπινης διανοίας, τό βάθος τών έννοιών, ή ισχύς καί τό κάλλος τού λόγου, ή λεπτότης τών διανοημάτων, ή εύκρίνεια καί ή σαφήνεια αύτών, ή δύναμις, ή χάρις αύτών, καί τέλος ή θειότης τού άνθρώπου. Ή έλληνική φιλοσοφία είναι ή θεμελιώδης άρχή τής άληθούς άναπτύξεως καί μορφώσεως, είναι ό παιδαγωγός τού άνθρώπου, ό ποδηγέτης προς τήν εύσέβειαν. Αύτη έγένετο διδάσκαλος τής άληθείας, διδάσκουσα τον άνθρωπον τις έστι, τις ή έν τφ κόσμψ άποστολή αύτού, καί τί δέον έργάζεσθαι, διδάσκουσα αύτόν τήν ύπαρξιν τού Θεού, τήν σχέσιν αύτού προς τό θεΤον, καί τήν σχέσιν τού Θεού προς τον άνθρωπον διδάσκουσα τά θεία ιδιώματα καί τήν συγγένειαν τού άνθρώπου προς τό ΘεΤον. Ή Έλληνική φιλοσοφία έδίδαξεν τήν πρόνοιαν τού Θεού προς τήν άνθρωπότητακαί έγένετο διά τών ύγιών αύτής θεωριών παιδαγωγός τής άνθρωπότητος εις Χριστόν.
Ή φιλοσοφία είναι άληθώς άναφαίρετον κτήμα τού Έλληνος· διαδιδομένη άνά τά έθνη προσηλυτίζει αύτά καί καθιστά αύτά έλληνικά, ούδέποτε δέ παύεται ούσα Ελληνική· οί οπαδοί αύτής, οί όμιληταί αύτής άποβάλοντες τό ξένον καί βάρβαρον περιβάλλονται τό έλληνικόν καί τήν εύγένειαν ή Έλληνική φιλοσοφία προώρισται ϊνα καταστήση τούς πάντας Έλληνας· έγεννήθη ύπέρ τού χριστιανισμού καί συνεταυτίσθη μετ’ αύτού, όπως έργασθή προς σωτηρίαν τής άνθρωπότητος. Έλλην καί φιλοσοφία είσί δυο τινά άναπόσπαστα· μαρτυρεί δέ καί ό Απόστολος τών έθνών Παύλος λέγων: Έλληνες σοφίαν ζητούσιν. Ό Έλλην άληθώς έγεννήθη, ϊνα φιλοσοφή· διότι έγεννήθη διδάσκαλος τής άνθρωπότητος. Αλλ’ έάν ή φιλοσοφία έγένετο παιδαγωγός εις Χριστόν έπεται ότι ό Έλλην πλασθείς φιλόσοφος έπλάσθη χριστιανός, έπλάσθη ϊναγνωρίση τήν άλήθειαν καί διαδφ αύτήν το!ς έθνεσιν.
Ναι ό Έλλην έγεννήθη κατά θείαν πρόνοιαν διδάσκαλος τής άνθρωπότητος· τούτο τό έργον έκληρώθη αύτφ· αύτη ήν ή άποστολή αύτού- αύτη ή κλήσις αύτού έν το!ς έθνεσιν μαρτύριον ή έθνική αύτού ιστορία- μαρτύριον ή φιλοσοφία αύτού- μαρτύριον ή κλίσις αύτού- μαρτύριον αί εύγενείς αύτού διαθέσεις- μαρτύριον ή παγκόσμιος ίστορία-μαρτύριον ή μακροβιότης αύτού, έξ ής δυνάμεθα άδιστάκτως νά συμπεράνωμεν καί τήν αιωνιότητα αύτού, διά τό αιώνιον έργον τού Χριστιανισμού μεθ’ ου συνεδέθη ό Ελληνισμός- διότι ένφ όλα τά έθνη τά έμφανισθέντα έπί τής παγκοσμίου σκηνής ήλθον καί παρήλθον, μόνον τό Έλληνικόν έμεινε ώς πρόσωπον δρών έπί τής παγκοσμίου σκηνής καθ ’ όλους τούς αιώνας- καί τούτο, διότι ή άνθρωπότης δείται αιωνίων διδασκάλων- μαρτύριον τέλος ή έκλογή αύτού μεταξύ τών έθνών ύπό τής θείας προνοίας, όπως έμπιστευθή αύτώ, τήν ίεράν παρακαταθήκην τήν αγίαν πίστιν, τήν θρησκείαν τής άποκαλύψεως καί τό θειον έργον τής άποστολής αύτής, τό αιώνιον έργον τής σωτηρίας διά τής διαπλάσεως άπάσης της άνθρωπότητος κατά τάς άρχάς τής άποκαλυφθείσης θρησκείας. Τό έργον τούτο άληθώς άνετέθη τή Έλληνική φυλή- τούτο μαρτυρείται ύπό τής ιστορίας- έν μόνον βλέμμα ριπτόμενον εις τήν ιστορίαν τού χριστιανισμού έπαρκεΐ όπως πιστώση τήν άλήθειαν ταύτην. Έν τή ίστορίμ τού χριστιανισμού άπό τής πρώτης σελίδος αύτής άναφαίνεταιή τής Ελληνικής φυλής έν τφ χριστιανισμφ δράσις, καί ή κλήσις αύτής, ϊνα άναλάβη τό μέγα της άποστολής τού χριστιανισμού έργον. Οί θείοι τού Σωτήρος λόγοι «νύν έδοξάσθη ό υιός τού άνθρώπου», ότε άνηγγέλθη αύτφ, ότι Έλληνες ήθελον ίδείν αύτόν, ένεΐχον βαθεΐαν έννοιαν- ή ρήσις ήν προφητεία, πρόρρησις τών μελλόντων- οί έκεΐ έμφανισθέντες Έλληνες ήσαν οί άντιπρόσωποι όλου τού Ελληνικού έθνους- έν τή παρουσίμ αύτών διείδεν ό θεάνθρωπος Ιησούς τό έθνος έκεΐνο, εις ό έμελλε νά παραδώση τήν ίεράν παρακαταθήκην, ϊνα διαφυλαχθή τή άνθρωπότητι. Έν τή έπιζητήσει αύτών διέγνω τήν προθυμίαν τής
αποδοχής τής έαυτοϋ διδασκαλίας, διείδε τήν έαυτοϋ δόξαν, τήν έκ τής πίστεως των έθνών, καί άνεγνώρισε τό έθνος, όπερ προς τον σκοπόν τούτον προώριστο άπό καταβολής κόσμου.
Τό Ελληνικόν έθνος αληθώς προς τον σκοπόν τούτον έκλήθη άπό καταβολής κόσμου καί προς τούτον μαρτυρείται διαπεπλασμένον ό Θεός έν τή θείμ αύτού προνοίμ διέπλασεν αύτό οφθαλμόν τού σώματος τού συγκροτουμένου ύφ’ άπάσης της άνθρωπότητος· ώς όργανον τοιούτον έν τφ σώματι τής άνθρωπότητος ό Έλλην έκλήθη ϊνα έργασθή καί έν τφ έργψ τής άναγεννήσεως.
Τό Ελληνικόν έθνος ένεκα τής φυσικής αύτού ταύτης ίδιότητος άπέβη αληθώς οφθαλμός έτάζων τα τέ έμφανή καί τα κεκαλυμμένα ύπό τού πέπλου τού μυστηρίου- ήτένισεν έκθαμβον προς τό έκπαγλον κάλλος τού κόσμου τής δημιουργίας, καί άνεζήτησε τον θεΤον αύτής δημιουργόν- άφοσιώθη εις τήν προσφιλή αύτφ έρευναν καί άνεύρε τον θεΤον δημιουργόν έν τοίς δημιουργήμασιν αύτού- ή είκών τού θείου καλλιτέχνου δημιουργού θείψ δακτύλψ έγγεγραμμένη έν τοίς δημιουργήμασιν αύτού προσείλκυσεν αύτόν καί άφήρπασεν. Ή είκών τού Θεού κατενοήθη έν μικρογραφίμ έν τή καλλιτεχνική κατασκευή τών όντων, τοσούτψ έν τή θαυμασίμ κατασκευή τού μικρού θαλερού τού ώραιοτάτου καί τερψιθύμου ανθυλλίου, όσω καί έν τή κατασκευή τών μεγίστων δημιουργημάτων- ή άναρίθμητος ποικιλία ή άπό τών έλαχίστων δι’ άπειρου σοφίας έκτυλισσομένη καί προς τά μέγιστα καταλήγουσα, άποβαίνει τφ φιλοσόφψ άπειροβάθμιος κλίμαξ, ής ή κορυφή έν τφ Ούρανφ, ήν θαρραλέψ βήματι άναβαίνων άνέρχεται αύτήν άδιαλείπτως τάς βαθμίδας άμείβων, καί μόνον προς ούρανόν άτενίζων αίρεται όλονέν άπό τής γής, άποδυόμενος τον περιττόν γήινον φόρτον, καί ζητεί νά άποβή πνεύμα, όπως προσέγγιση τφ θείψ πνεύματι, ούτινος τον θρόνον τίθησιν έν Ούρανφ- έννοεί ότι μία άρχή, μία δύναμις, μία άπειρος σοφία, έν όν θειον άγαθόν έγένετο ό δημιουργός της θαυμαστής ταύτης δημιουργίας. Ή κατανόησις τού θείου έκ τών θείων αύτού ιδιοτήτων γεννφ έν αύτφ τό συναίσθημα τής άγάπης καί τής λατρείας-ή καρδία αύτού πληρούται θείου τίνος έρωτος καί θερμαίνεται ύπό θείου πυρός-αίσθάνεται, ότι έν αύτφ, κατοικεί μυστική τις δύναμις, έλκουσα αύτόν προς τό θειον- ή ισχύς αύτής είναι άκατάληπτος άλλ’ ισχυρά ώς δύναμις θεία- κυριεύει αύτού καί διευθύνει τάς τε πνευματικάς αύτού καί σωματικάς δυνάμεις κατά τήν ίδιαν βούλησιν-έχει βούλησιν έτέραν παρά τήν θέλησιν τού αισθητικού άνθρώπου- αύτη έν αύτφ κρατεί καί εύθύνει τά πάντα- περίεργον τό φαινόμενον- τί τούτο, έρωτφ, τό γεννηθέν έν έμοί; τις ή σχέσις έμού προς τό θειον, προς δ ή έν έμοί αύτη δύναμις σπεύδει άκατάσχετος, προς δ ζητεί νά προσπελάση, προς δ τείνει νά άφομοιωθή; Πώς ή φύσις ή έν έμοί ύπετάγη τή ύπερφυσική ταύτη δυνάμει; πώς δέ έγώ ό φυσικός άνθρωπος έκουσίως ύποτάσσομαι τή ύπερφυσικότητι; χαίρω δέ έπί τή τοιαύτη ύποταγή μάλλον ή έπί τή φυσική τών ορμών έλευθερία; τις λοιπόν είμί έγώ ό έκ τής γής προελθών καί τον ούρανόν έπιζητών; τις ή σχέσις τής γής προς τον Ούρανόν; τών αισθητών προς τά ύπέρ αϊσθησιν; τις ή σχέσις ή έμή προς τό θειον; διατί άγαπώ αύτό; διατί έπιποθώ αύτό; διατί έπιθυμώ νά έξομοιωθώ προς αύτό; είμί λοιπόν πνεύμα; είμί λοιπόν όν τι ύπερφυσικόν; άλλ’ ιδού άποθνήσκω καί ό τάφος καλύπτει τό άπνουν καί νεκρόν μου σώμα- πώς όμως ο θάνατος άδυνατεί νά μέ πείση ότι άποθνήσκω εις τό παντελές; πώς έτι έλπίζω ότι ζωή αιώνιός μοι έπιφυλάσσεται; πόθεν ή πληροφορία αύτη περί αιωνίου ζωής; βλέπω ότι άποθνήσκω, καί όμως πέποιθα ότι ζήσομαι εις αιώνα- ό βίος μου άπας τούτο μαρτυρεί- ο βίος τών άνθρώπων άπάντων τούτο μαρτυρεί- οί άνθρωποι ζώσι διά τήν αιωνιότητα- ό άνθρωπος άρα έχει κοινήν τήν πληροφορίαν περί τής αίωνιότητός του- ή έν αύτφ οίκούσα θεία έκείνη δύναμις ή έλκουσα προς τό θειον αύτη περί τής άθανασίας καί αίωνιότητός του έδίδαξεν αύτόν- αύτη μυστικώς έπληροφόρησεν αύτόν, τό δέ κύρος τού λόγου αύτής έπεισεν αύτόν. Ιδού ό λόγος τής πίστεως αύτού προς τήν άθανασίαν. Είναι λοιπόν ό
άνθρωπος όν αθάνατον, διότι νοεί τό θεΤον, διότι έλκεται προς τό θεΤον, διότι άγαπφ τό θεΤον, διότι Λατρεύει τό ΘεΤον, διότι πληροφορείται διά της έν αύτφ μυστηριώδους δυνάμεωςύπ’ αυτού τού θείου.
Ό Έλλην λοιπόν διά της φιλοσοφίας έγνώρισε πρώτον την ύπαρξιν τού θείου καί ε’ίτα έαυτόν, οίος άληθώς έστι· διά της γνώσεως τού Θεού έσχε τελείαν έαυτού γνώσιν γνωρίσας δε έαυτόν έγνω την σχέσιν αύτού προς τό ΘεΤον, την εύγένειαν αύτού, καί έγνω ότι ή προς τό ΘεΤον άφομοίωσις είναι τό πρώτιστον τών καθηκόντων. Έγνω δ’ ότι ή έν τφ κόσμψ άποστολή τού είναι ή τελείωσις, ή άνύψωσις αύτού άπό τού ύλικού κόσμου προς τον πνευματικόν ότι ό πνευματικός κόσμος δέον έστι νά ζωογονή τον ύλικόν κόσμον, ότι τό πνεύμα άνάγκη νά έπικρατήση της ύλης, ότι οί πνευματικοί νόμοι δέον έστι νά ώσιν ισχυρότεροι τών έν αύτφ φυσικών νόμων ότι πρέπον έστίν έν αύτφ νά έπικρατώσιν ούτοι ώς Λογικοί· ότι ό άνθρωπος γίνεται τέλειος άφομοιούμενος τφ Θεφ, καί ότι άφομοιούται προς τό ΘεΤον όταν κοσμήται ύπό της εύσεβείας, της δικαιοσύνης, της άληθείας καί τής έπιστήμης· διότι άληθώς αί άρεταί αύται κέκτηνται τελειωτικήν έν αύταΤς δύναμιν διότι ή μέν εύσέβεια γίνεται προσπέλασις προς τό ΘεΤον, ή δέ δικαιοσύνη, ή άλήθεια, καί ή έπιστήμη, γίνονται αύτφ εις εικόνα καί ομοίωμα ΘεΤον.
Ό Έλλην γνωρίσας τις είναι καί τις οφείλει νά άποβή, σκοπόν έθετο τήν έαυτού τελείωσιν έγένετο έραστής τού πνεύματος καί έδημιούργησε κόσμον πνευματικόν, έν φ ήθελε νά ζή· ή γνώσις τού καλού, τού άγαθού, τού άληθούς καί ή έμφυτος προς τον πλησίον άγάπη άνέπτυξεν έν τή καρδίμ τού Έλληνος τον πόθον τής αύτομεταδόσεως, καί ό Έλλην άπέβη διδάσκαλος τής άνθρωπότητος· ό Έλλην έζήτησε νά άφομοιώση τούς πάντας προς έαυτόν ό Έλλην δέν έγεννήθη κατακτητής τού σώματος, άλλά τού πνεύματος, δέν έζήτησε δούλους άλλ’ έλευθέρους. Τούτο ήγάπησε καί ή θεία αύτη άγάπη έγένετο τό έλατήριον όλων τών ορμών του- αύτη έμόρφωσε καί τον έθνικόν αύτού χαρακτήρα, όστις διέμεινεν άναλλοίωτος.
Τοιούτος έπλάσθη ό Έλλην καί τοιούτος διαμορφώθη ό ήθικός αύτού χαρακτήρ. Ό τοιούτος χαρακτήρ δέν ήδύνατο ή νά ένθουσιασθή έκ τών άρχών τού χριστιανισμού. Ό χριστιανισμός ήν άγάπη έπηγγέλλετο δέ νά διδάξη τούς άνθρώπους τήν άλήθειαν ύπό τήν τελείαν καί πλήρη αύτής μορφήν, ένισχύση καί άνυψώση τήν φιλοσοφίαν εις τήν ύψίστην αύτής περιωπήν, άποκαλύψη αύτή τά μυστήρια τά κεκαλυμμένα μείναντα τή φιλοσοφίμ, παράσχη τήν Λύσιν τών αιωνίων προβλημάτων, άρη τήν άχλύν τήν περιβάλλουσαν τούς οφθαλμούς τής διανοίας τών άνθρώπων, έγείρη αύτόν καθεύδοντα, άπαλλάξη τής δεισιδαιμονίας, συνδέση τήν άνθρωπότηταδιά τού δεσμού τής άδελφικής άγάπης, άγάγη προς τον Θεόν, καί σώση αύτόν τής καταδυναστείας τού άντιπάλου, χαριζόμενος έν μέν τφ παρόντι βίψ τήν άληθή εύδαιμονίαν, έν δέ τφ μέλλοντι τήν αίωνίαν μακαριότητα. Ό Έλλην άνευρών έν τφ χριστιανισμφ τάς αύτάς άρχάς καί τήν εικόνα τού τελείου, τού ιδανικού αύτού, καί τον μόνον διδάσκαλον τον δυνάμενον νά διδάξη αύτόν πάν ό,τι έπεθύμει νά γνωρίση, νά μάθη, καί ό,τι αύτός έπόθει καί έπεζήτει, καί εύρών αύτόν έρμηνευτήν τών αισθημάτων αύτού, ένεκολπώθη αύτόν καί περιέθαλψεν. Ό χριστιανισμός ώς πρώτον δώρον αύτού έδωρήσατο αύτφ νέαν ζωήν ό δέ Έλλην ύπεστήριξεν αύτόν διά τών αγώνων καί τών αιμάτων του.
Ή Ελληνική φιλοσοφία έποδηγέτει τό Ελληνικόν έθνος εις τον χριστιανισμόν ότι δέ ή Ελληνική φιλοσοφία τοιούτος ύπήρξε ποδηγέτης μαρτυρεί καί ο ιερός πατήρ Κλήμης ό Αλεξανδρεύς Λέγων: «ήν μέν ούν προ τής τού Κυρίου παρουσίας εις δικαιοσύνην Έλλησιν άναγκαία· νυνί δέ χρησίμη προς θεοσέβειαν γίνεται, προπαιδεία τις ούσα τοίς τήν πίστιν δι’ άποδείξεως καρπουμένοις· ότι ό πούς σου φησίν (Παροιμ.) ού μή προσκόψη, έπί τήν πρόνοιαν τάκαλά άναφέροντος έάν τέ έλληνικάή, έάν τέ ήμέτερα-
πάντων γάρ αίτιος των καλών ό Θεός, άλλα των μέν κατά προηγούμενον, ώς τής τέ διαθήκης τής Παλαιάς και τής Νέας· τοίς δε κατ’ έπακολούθημα, ώς τής φιλοσοφίας-τάχα δε και προηγουμένως τοίς Έλλησιν έδόθη τότε πριν ή τον Κύριον καλέσαι καί τούς Έλληνας· έπαιδαγώγει γάρ καί αύτό τό Ελληνικόν, ώς ό νόμος τούς Εβραίους εις Χριστόν.
Προπαρασκευάζει τοίνυν ή φιλοσοφία προοδοποιούσα τον ύπό Χριστού τελειούμενον... μία γάρ ή τής άληθείας οδός άλλ’ εις αύτήν καθάπερ εις άέναον ποταμόν έκρέουσι τά ρείθρα άλλα άλλοθεν».
Καί αύθις ό ιερός πατήρ λέγει περί τής Ελληνικής φιλοσοφίας· «άλλ’ εί μέν μή καταλαμβάνει ή Ελληνική φιλοσοφία τό μέγεθος τής άληθείας, έτι δέ έξασθενεί πράττειν τάς κυριακάς έντολάς, άλλ’ ούν γέ προκατασκευάζει τήν οδόν τή βασιλικωτάτη διδασκαλίμ, άμηγέπη σωφρονίζουσα, καί τό ήθος προτυπούσα καί προστύφουσα εις παραδοχήν τής άληθείας».
Ό Κλήμης δέχεται ότι πάν ό,τι είπον ύγιές οί φιλοσοφήσαντες, τούτο θείας οικονομίας ή το έργον. Ιδού τί λέγει-
»Είτ’ ούν κατά περίπτωσιν φασίν άποφθέγξασθαι τινά τής άληθούς φιλοσοφίας τούς Έλληνας, θείας οικονομίας ή περίπτωσις· ού γάρ ταυτόματον έκθειάσει τις διά τήν προς ή μάς φιλοτιμίαν, είτε κατά συντυχίαν, ούκ άπρονόητος ή συντυχία- είτ’ αύ φυσικήν έννοιαν έσχηκέναι τούς Έλληνας λέγοι, τον τής φύσεως δημιουργόν ένα γινώσκομεν, καθό καί τήν δικαιοσύνην φυσικήν είρήκαμεν κτλ.».
Ό Κλήμης όμιλών περί τού έργου τής Ελληνικής φιλοσοφίας δεικνύει τίνι τρόπψ αύτη έποδηγέτει προς τήν άλήθειαν καί ότι έργον αύτής καί ό κατά τού ψεύδους πόλεμος-«προσιούσαδέ ή φιλοσοφία ή Ελληνική, ού δυνατωτέραν ποιεί τήν άλήθειαν, άλλ’ άδύνατον παρέχουσα τήν κατ’ αύτής σοφιστικήν έπιχείρησιν, καί διακρουομένη τάς δολεράς κατά τής άληθείας έπιβουλάς, φραγμός οίκείως ε’ίρηται καί θριγκός είναι τού άμπελώνος «
Ότι πάσα σοφία καί δή καί ή Ελληνική φιλοσοφία άπό Θεού, μαρτυρεί καί ή Γραφή λέγουσα- «Απέστειλεν ή σοφία τούς έαυτής δούλους συγκαλούσα μετά ύψηλού κηρύγματος έπί κρατήρα οίνου λέγουσα- ός έστίν άφρων έκκλινάτω πρός με...».
Ότι ή Ελληνική φιλοσοφία είναι δώρο Θεού καί ότι πάσα σοφία άπό Θεού έστίν, τούτο καί έν Παροιμίαις λέγεται καί έν τφ Εκκλησιαστή καί έν τφ σοφφ Σειράχ. Εν Παροιμίαις κεφ. β' 3-10 φέρονται τά έξής- «έάν γάρ τήν σοφίαν έπικαλέση καί τή συνέσει δώς φωνήν σου, τήν δέ α’ίσθησιν ζητήσης μεγάλη τή φωνή, καί άν ζητήσης αύτήν ώς άργύριον, καί ώς θησαυρούς έξερευνήσης αύτήν, τότε συνήσεις φόβον Κυρίου καί έπίγνωσιν Θεού εύρήσεις- ότι Κύριος δίδωσιν σοφίαν, καί άπό προσώπου αύτού γνώσις καί σύνεσις- καί θησαυρίζει τοίς κατορθούσι σωτηρίαν, ύπερασπιεί τήν πορείαν αύτών τού φυλάξαι οδούς δικαιωμάτων, καί οδούς εύλαβουμένων αύτόν διαφυλάξει».
Ό Κλήμης παραβάλλει τήν σοφίαν πρός τον ύετόν, τούς δέ φιλοσοφούντας πρός τάς ποικίλας βοτάνας τής γής, αϊτινες καίτοι ύπό τών αύτών ποτίζονται ναμάτων, έκάστη όμως πρός τήν ίδιαν φύσιν τον χυμόν μεταβάλλει. Ιδού οί λόγοι αύτού: «Καταφαίνεται τοίνυν προπαιδείαή Ελληνική, σύν καί αύτή φιλοσοφία θεόθεν ήκειν εις άνθρώπους, ού κατά προηγούμενον, άλλ’ όν τρόπον οί ύετοί καταρρήγνυνται εις τήν γήν τήν άγαθήν, καί εις τήν κοπριάν, καί έπί τά δωμάτια, βλαστάνει δ’ ομοίως καί πόα, καί πυρός, φύεται
τέ καί έπί των μνημάτων συκη, καί εί τι των αναιδέστερων δένδρων καί τα φυόμενα έν τύπψ προκύπτει των αληθών».
Εντεύθεν δήλον ότι ό Κλήμης δεν παραδέχεται φιλοσοφίαν είμή την ύγιαίνουσαν. Τούτο δηλούται καί έκ των έφεξής.
«Ού μην απλώς πάσαν φιλοσοφίαν άποδεχόμεθα, λέγει» άλλ’ έκείνην περί ής καί ό παρά Πλάτωνι λέγει Σωκράτης. Είσί γάρ δη, ώς φασί, περί τάς τελετάς, ναρθηκοφόροι μέν πολλοί Βάκχοι δέ παύροι- πολλούς μέν τούς κλητούς, ολίγους δέ τούς έκλεκτούς αίνιττόμενος· έπιφέρει γούν σαφώς. Ούτοι δέ είσί κατά την έμήν δόξαν, ούκ άλλοι ή οί πεφιλοσοφηκότες όρθώς· ών δη κάγώ, κατά γέ τό δυνατόν, ούδέν άπέλιπον έν τφ βίψ, άλλά παντί τρόπψ προυθυμήθην καί τί ήνύσαμεν έκεΐσε έλθόντες, τό σαφές είσόμεθα, έάν ό Θεός θέλη, ολίγον ύστερον.
Ό Κλήμης διακρίνει την άληθή φιλοσοφίαν της σοφιστείας καί τά καλώς παρ’ αύτής είρημένα τών μη καλώς είρημένων τούτο δείκνυται καί έκ τών έξης. «Φιλοσοφίαν ού την Στωικήν λέγω, ούδέ την Πλατωνικήν, ή τήν Έπικούρειον τέ καί Αριστοτελικήν άλλ’ όσα ε’ίρηται παρ’ έκάστη τών αιρέσεων τούτων καλώς, δικαιοσύνην μετ’ εύσεβούς έπιστήμης έκδιδάσκοντα, τούτο σύμπαν τό έκλεκτικόν φιλοσοφίαν φημί- όσα δέ άνθρωπίνων λογισμών άποτεμόμενοι παρεχάραξαν, ταύτα ούκ άν ποτέ θεία ε’ίποιμ’ άν».
Ό Ιερός Κλήμης τήν φιλοσοφίαν ταύτην ώς ύγιή θεωρεί άνωτέραν παντός ψόγου- διό ϊνα προλάβη πάντα κατ’ αύτής ψόγον έκ τής παρερμηνείας χωρίων τινών τής Ίεράς Γραφής έρμηνεύει ταύτα καί λέγει. «Όταν ή Γραφή λέγη περί τών Ελλήνων σοφών φίλαυτοι καί άλαζόνες», σοφούς λέγουσα ή Γραφή, ού τούς όντως σοφούς διαβάλλει, άλλά τούς δοκήσει σοφούς. Κατά τούτων φησίν, άπολώ τήν σοφίαν τών σοφών καί τήν σύνεσιν τών συνετών άθετήσω».
Ό Κλήμης έπί τοσούτον προβαίνει έν τή θεωρίμ αύτού ότι έκ τού Θεού πάσα σοφία καί ότι ή θεία σοφία έφώτιζε καί έποδηγέτει τό έλληνικόν έθνος, ώστε φρονεί, ότι τά ιερά βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης μετεφράσθησαν κατά θείαν πρόνοιαν Ελληνιστί, καί τά τής Καινής Διαθήκης έγράφησαν Ελληνιστί, όπως τό Έλληνικόν έθνος τό διά τής φυσικής θεογνωσίας εις τήν εύρεσιν τής άληθείας προδηγετηθέν, γνωρίση καί τήν δι’ άποκαλύψεως γνωσθεΐσαν τοίς άνθρώποις άλήθειαν καί δι’ άμφοτέρων όδηγηθή προς τήν ύψίστην άλήθειαν.
’Ιδού ό Κλήμης τί λέγει περί τής έρμηνείας τών Ιερών Γραφών έν τή Ελληνική φωνή:
«Διά τούτο γάρ Ελλήνων φωνή έρμηνεύθησαν αί Γραφαί ώς μή πρόφασιν άγνοιας προβάλλεσθαι δυνηθήναι ποτέ αύτούς, ο’ίους τέ όντας έπακούσαι καί τών παρ’ ήμίν, ήν μόνον έθελήσωσιν».
Εκ τούτων δηλούται ότι ό Κλήμης δέχεται θείαν πρόνοιαν προνοούσαν ύπέρ τών Ελλήνων όπως γνωρίσωσι τήν άλήθειαν καί μή δι’ άγνοιαν τής Εβραϊκής γλώσσης άγνοήσωσι τήν άποκαλυφθεϊσαν άλήθειαν καί πλανηθώσι τής εύθείας της άγούσης εις τήν έαυτών άποστολήν. Προς τήν γνώμην ταύτην καί ήμεϊς συντασσόμεθα- καί άληθώς, δύναταί τις νά έρωτήση- διατί Ελληνιστί νά γραφώσιν αί Γραφαί καί ούχί 'Ρωμαϊστή ή έν άλλη τινί γλώσση; Ή θεία πρόνοια ύπέρ αύτού πάντως έσχε λόγον τήν έκλογήν τού Έλλην. έθνους άπό τής έμφανίσεώς του διά τον χριστιανισμόν. Πάντως τό Έλλην. έθνος είχε κληθή ϊνα έργασθή ύπέρ τού χριστιανισμού καί διά τούτο ή ύπέρ αύτού πρόνοια προς γνώσιν τής άποκαλυφθείσης άληθείας διά τέ τής φιλοσοφίας καί τής
Άποκαλύψεως· ήδη δυνάμεθα νά ε’ίπωμεν ότι ή φιλοσοφία έποδηγέτει τό Ελληνικόν εις Χρίστον όπως άναδείξη αυτό κατάλληλον όργανον προς διάδοσίν των θείων αϋτοϋ αρχών.
Καί τοίαύτη ή έμή πεποίθησίς. Επειδή όμως ένδεχόμενον νάύπάρχωσί τίνές φρονοϋντες ότι ή Ελληνική φιλοσοφία είναι ή έκφρασις τής ισχύος τής ανθρώπινης διανοίας καί τό τέλος καί ό σκοπός των ένεργείών τού πνευματικού βίου τού ανθρώπου έν φ ή πλήρωσις τών πνευματικών αναγκών τού ανθρώπου καί τό πλήρωμα τών έγκαρδίων αύτού πόθων, τό φέρον τήν εύδαιμονίαν καί τήν μακαριότητα, έπιχειρούμεν διά βραχέων νά ύποδείξωμεν τούς λόγους δι’ οΰς ή Ελληνική φιλοσοφία δέν ήδύνατο νά ή σκοπός, άλλά συναπτόν απτόν καί ποδηγέτης προς τον σκοπόν.
Περί τού ζητήματος τούτου ό Ιερός Κλήμης ιδού τί λέγει:
«Ή φιλοσοφία ζήτησις ούσα τής άληθείας προς κατάληψίν τής άληθείας, συλλαμβάνεταί ούκ αίτια ούσα καταλήψεως, άλλά σύν τοίς άλλοίς (αίτίοις) αίτια καί συνεργός, τάχα δέ καί συναίτίον αίτιον ώς δέ ένός όντος τού εύδαιμονεΐν αίτίαι τυγχάνουσίν αί άρεταί, πλείονες ύπάρχουσαί... ούτω μίάς ούσης τής άληθείας πολλά τά συλλαμβανόμενα προς ζήτησιν αύτής».
Αληθώς ή Ελληνική φιλοσοφία ήτο συναίτι,ον αίτιον καί συνεργός καί αίτια καταλήξεως τής άληθείας, ούχί δέ αύτή ή άλήθεία, ήτίς ήδύνατο νά θεωρηθή τό τέρμα τών ένεργείών τής άνθρωπότητος καί τό τέλος καί ό σκοπός τής δράσεως αύτής. Εν τή καρδίμ τού άνθρώπου έναπελείπετο πάντοτε τί κενόν, όπερ ή φιλοσοφία ήδυνάτει νά πληρώση· ή φιλοσοφία ού μόνον δέν έγίνετο πληρωτική τού κενού της καρδίας, άλλά μάλλον έμεγέθυνε αύτό άνευρίσκουσα μέν τον Θεόν έν τοίς δημιουργήμασικαί άναπτύσσουσα έν τή καρδίμ τον προς αύτόν έρωτα, άδυνατούσα όμως νά προσπελάση αύτφ καί έγκολπωθή αύτόν ή φιλοσοφία, λέγει ό Κλήμης, έβλεπε τήν εικόνα τής άληθείας ώς έν έσόπτρψ ώς φαντασία καθοράται έν τοίς ύδασιν, καί διά διαφανών καί διαυγών σωμάτων ή άνθρωπότης όμως ήθελε νά Ιδη καθαρώς, έπεζήτεί τήν μετά τού θείου ένωσίν ή δέ φιλοσοφία ήννόει μέν τον Θεόν έκ τών θείων αύτού ιδιοτήτων, συνησθάνετο τό άπειρον αύτού μεγαλεΐον, άλλ’ έβλεπεν αύτόν ώς έν είκόνί, ήδυνάτει δέ νά ένώση τον άνθρωπόν μετά τού θείου. Ή διά τής φιλοσοφίας νόησίς τών θείων ιδιοτήτων έδίδαξεν τον άνθρωπον τάς ήθίκάς άρετάς όπως δι’ αύτών άφομοίωθή προς τό θεΤον άλλ’ ή διδασκαλία μόνη ήδυνάτει νά άνυψώση τον άνθρωπον μέχρι τού θρόνου τού Θεού προς όν έπεθύμεί νά φθάση ϊνα Ιδη αύτόν πρόσωπον προς πρόσωπον ήδυνάτει, διότι ήδυνάτει νά άρη τό μεσότείχον τό άνεγερθέν ύπό τής άμαρτίας μεταξύ Θεού καί άνθρώπων ήδυνάτει, διότι ήδυνάτει νά διαπλάση τον ύπό τής άμαρτίας διαφθαρέντα άνθρωπον στερουμένη θείας διαπλαστίκής δυνάμεως· ήδυνάτει, διότι έστερείτο θείου κύρους· ήδυνάτει, διότι έστερείτο πίστεως πληροφορούσης μυστίκώς τήν καρδίαν προς άποδοχήν τής διδασκαλίας άνευ έπίφυλάξεως· ήδυνάτει, διότι έστερείτο έλπίδος ά'ίδίου, άμείώτου, καθαράς παντός φόβου, πάσης μεταμέλειας, έλπίδος έχούσης έν έαυτή τό πλήρωμα τής εύδαίμονίας· ήδυνάτει, διότι έστερείτο δυνάμεως προς άνακούφίσίν τών καρδιών τής πασχούσης άνθρωπότητος· ήδυνάτει, διότι έστερείτο τής ισχύος τής Χριστιανικής άγάπης τής άμείβομένης ύπό τής θείας άγάπης τής δαψίλευούσης τήν εύδαίμονίαν καί μακαριότητα- ήδυνάτει, διότι έστερείτο πίστεως πληροφορούσης τήν καρδίαν τών οπαδών αύτής περί τής άπολύτου άληθείας τών έαυτής άρχών ήδυνάτει, διότι έστερείτο θείας δυνάμεως έλκούσης τήν άνθρωπότητα εις έαυτήν ήδυνάτει, διότι έστερείτο δυνάμεως πειθούσης έν τε τοίς λόγοις καί τοίς έργοις· ήδυνάτει, διότι έστερείτο τής μεγαλουργού δυνάμεως τής έκθαμβούσης καί καταπληττούσης· ήδυνάτει, διότι έστερείτο τών έκ τών άνωθεν μαρτυρίων προς πίστωσιν τής άληθείας τών έαυτής λόγων ήδυνάτει,
διότι έστερείτο θείων χαρισμάτων δαψιλευομένων τοίς όπαδοίς ύπό τού ουρανού· ήδυνάτει, διότι έστερείτο των καρπών της χάριτος τού άγιου Πνεύματος· ήδυνάτει, διότι έστερείτο αγιασμού καί της μεταδοτικής τούτου δυνάμεως· ήδυνάτει τέλος, διότι έστερείτο θείας άποκαλύψεως καί θρησκευτικού κύρους έπαναπαύοντος τάς καρδίας των οπαδών αύτής. Τούτων δέ άπάντων έδέετο ή άνθρωπότης όπως πεισθή, όπως βαδίση τήν εύθεΐαν οδόν, άποστή τής πλάνης, άναπλασθή, καί τύχη τής μακαριότητος· ή ένδεια αύτη τής φιλοσοφίας καθίστα αύτήν άνίσχυρον ϊνα άποβή ό σκοπός καί τό τέλος τού πνευματικού του άνθρώπου βίου- έντεύθεν ή πεποίθησις ήμών ότι ή φιλοσοφία έγένετο παιδαγωγός εις τον Χριστιανισμόν έν φ εύρίσκετο τό πλήρωμα τών έλλείψεων τής φιλοσοφίας, καί ή τελεία ίκανοποίησις τών πόθων τής καρδίας τού άνθρώπου καί ούχί σκοπός καί τελικόν όριον.
Ότι ή Ελληνική φιλοσοφία δέν ήδύνατο νά είναι ό σκοπός καί τελικόν όριον τού πνευματικού βίου τού άνθρώπου καί τό πλήρωμα τών πόθων τής καρδίας αύτού δείκνυται καί έκ τής άδυναμίας όπως λύση καί τά έξής τρία σπουδαιότατα ζητήματα τά άπασχολήσαντα άη αιώνων τό πνεύμα τής άνθρωπότητος, καί πείση αύτήν άδιστάκτως περί τής άληθείας τών έαυτής λόγων. Ή άνθρωπότης έπεθύμει νά γνωρίση καί πιστεύση τον άληθή Θεόν, διότι ήσθάνετο τήν άνάγκην νά προσπελάση αύτφ· έπεθύμει νά γνωρίση καί πεισθή περί τής άξίας έαυτού καί τής σχέσεως αύτού προς τό θεΤον καί τρίτον έπεθύμει νά γνωρίση τά περί τής αίωνιότητός του. Ή φιλοσοφία ήδύνατο νά άγάγη τούς φιλοσοφούντας προς τήν άλήθειαν ώς καί νά φανερώση αύτοίς τήν εικόνα τής άληθείας ώς έν έσόπτρψ καί διά σωμάτων διαυγών καί διαφανών, άλλ’ ήδυνάτει διδάσκουσα περί αύτών νά πείση, καί άρη τό βάρος τό έπιβαρύνον τάς καρδίας τών άνθρώπων προς τά ζητήματα ταύτα συνεδέετο άπας ό ήθικός καί πνευματικός βίος τού άνθρώπου, πάσα ή έν τφ βίψ αύτού δράσις. Ό άνθρωπος έπεθύμει νά πληροφορηθή καί βεβαιωθή όπως κανονίση τον ήθικόν αύτού βίον διότι ούδείς έπί άβεβαίων καί σαλευομένων άρχών, άρχών μάλιστα στερουμένων θείου κύρους οίκοδομε! στερρώς τον έαυτού ήθικόν βίον ή φιλοσοφία έδίδαξεν ύγιείς θεωρίας, άλλ’ ούδείς έπείσθη νά κανονίση τον έαυτού βίον προς τάς καλάς θεωρίας διά τήν έλλειψιν θείου κύρους καί ένδομύχου πληροφορίας· ο άνθρωπος έπεζήτει πληροφορίας έζήτει τήν άπόδειξιν τής άληθείας τής διδασκαλίας τής φιλοσοφίας· ή δέ άπόδειξις έλειπεν. Ή άπαίτησις αύτη, άπαίτησις τού πνεύματος καί τής καρδίας τού άνθρώπου, ούσα τό προοίμιον τής συγκαταθέσεως τής καρδίας καί τού νού προς άσκησιν ήθικού βίου, ούχί δέ καί τό μέσον προς κατόρθωσιν, διότι άπητούντο πάντα, όσα άνωτέρω έδείξαμεν, ύπήρξεν ό σκόπελος προς όν εύθύς έξ άρχής άμα άναγομένη πλησίστιος καί έναυάγει προσαράσσουσα ή φιλοσοφία. Ή ύπό τής ιστορίας μαρτυρουμένη άδυναμία καί άνικανότης προς ήθικοποίησιν τής άνθρωπότητος καί προς ίκανοποίησιν τών άκορέστων πόθων τής καρδίας καί τών άπαιτήσεων τού νού, δεικνύει τό άνεπαρκές της φιλοσοφίας προς τό μέγα έργον τού φωτισμού καί τής διαπλάσεως τής άνθρωπότητος. Ή άνθρωπότης έζήτει θείαν άποκάλυψιν όπως μάθη τήν άλήθειαν καί βεβαιωθή καί πεισθή· ή άνθρωπότης έδείτο θείου διαπλάστου· ή δέ φιλοσοφία έστερείτο τούτων. Ή άνθρωπότης εύρεν ταύτα έν τφ χριστιανισμφ προς όν έποδηγέτειή Ελληνική φιλοσοφία· αύτη ή έμή περί τού ζητήματος τούτου ταπεινή γνώμη.
Έν Αθήναις τη 17 Ιουνίου 1896.
Ό Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
Άγιος Νεκτάριος
Περί τού σεβασμού των πιστών προς την Τπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον καί Άειπάρθενον Μαρίαν καί περί των άγιων αύτής εικόνων καί περί των ιερών ναών τών τιμωμένων επ’ όνόματι αύτής.
(Απόσπασμα από τό βιβλίο τού Αγίου Νεκταρίου «Μελέτη περί τής Μητρός τού Κυρίου τής Ύπεραγίας Θεοτόκου και Άειπαρθένου Μαρίας» έκδοθέν τό πρώτον έν Αθήναις τό
1901, κεφάλαιον Β')
Ή Θεοτόκος τοσούτου άπέλαυε σεβασμού παρά τών πιστών, τοσαύτης τιμής καί αγάπης, ώστε προς ταύτην μετά Θεόν, πλήν τής λατρείας, τά δευτερεία τής τιμής, τού σεβασμού καί τής άγάπης άπέδιδαν. Ό σεβασμός τών πιστών προς τήν παρθένον Θεοτόκον Μαρίαν άνέρχεται εις αύτόν τον Α' καί Β' αιώνα, καί έπεβάλλετο ύπ’ αύτών τών Ιερών Γραφών μνημονευουσών τού ονόματος αύτής ώς κεχαριτωμένης καί εύλογημένης καί ώς εύρούσης χάριν παρά τφ Θεφ μόνης μεταξύ πασών τών γυναικών. Αύτή ή Θεοτόκος έν πνεύματι προφητικό ήδη άναγγελεΐ τήν περιωπήν αύτής μεταξύ πασών τών γενεών, λέγουσα: «Ιδού γάρ άπό τού νύν μακαριούσι με πάσαι αί γενεαί κτλ.» (Λουκ. α' 48). Καί άληθώς άπό τού χρόνου έκείνου ήρξατο ό μακαρισμός τής Θεοτόκου. Τήν Θεοτόκον έμακάρισε πρώτη ή Ελισάβετ, ήτις, πλησθεΐσα πνεύματος άγιου, άνεφώνησε φωνή μεγάλη καί είπεν «Εύλογημένη σύ έν γυναιξί καί εύλογημένος ό καρπός τής κοιλίας σου, καί μακαρία ή πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοΐς λελαλημένοις αύτή παρά Κυρίου» (Λουκ. α' 42-45). Επίσης αί σύγχρονοι γυναίκες αί θεωρούσαι τήν παρθένον άγκαλοφορούσαν τό θειον βρέφος πάντως θά έμακάριζον αύτήν. Ό εύαγγελιστής Λουκάς άναφέρει τήν έπάρασαν φωνήν έκ τού όχλου καί μακαρίσασαν τήν γαλακτοτροφήσασαν τον Κύριον Μητέρα (ια' 27). Εκ τής χριστιανικής άρχαιολογίας μανθάνομεν ότι αί εικόνες τής θεομήτορος είκονίζοντο καί έτιμώντο άπό τού Α' ήδη καί Β' αίώνος. Καί ούκ ήν άλλως γενέσθαι, τού Εύαγγελίου αύτού συνιστώντας τήν τιμήν προς τήν Θεοτόκον Παρθένον Μαρίαν, καί αύτής τής Θεοτόκου άναγγελούσης ότι «άπό τού νύν μακαριούσι με πάσαι αί γενεαί». Όθεν ή Θεοτόκος έτιμάτο καί έμακαρίζετο άπό πασών τών γενεών τών άπό τού Εύαγγελισμού αύτής μέχρι σήμερον καί θέλει μακαρίζεται μέχρι τής συντέλειας τών αιώνων. Οί τήν τιμήν δέ καί τον μακαρισμόν τής Θεοτόκου μή προσφέροντες προς ρητός τού Εύαγγελίου έντολάς άντιστρατεύονται, διότι όλον τό Εύαγγέλιόν έστι νόμος, καί ή άθέτησις ένός ιώτα ή μιάς κεραίας έστίν άθέτησις τού νόμου. Κατά τήν Γ' πλέον έκατονταετηρίδα ό σεβασμός προς τήν Θεοτόκον έξεδηλούτο μέγας. Ή χριστιανική ύμνψδία ύμνε! τήν Παρθένον καί Θεοτόκον Μαρίαν ώς Βασίλισσαν τού Ούρανού καί Κυρίαν τών Αγγέλων. Κατά τήν έποχήν δέ ταύτην άνεφάνησαν έν τισί χώραις, ένθα εύάριθμοι χριστιανοί συνοικούν μετά πολυαρίθμων έθνικών, κακόδοξοι τίνες, οϊτινες άνήγαγον τον προς τήν Θεοτόκον σεβασμόν εις λατρείαν καί άπένειμαν τή Παρθένψ Μαρίμ ίσόθεον τιμήν κατά μίμησιν τών άπό τών έθνικών λατρευομένων γυναικείων θεοτήτων. Ή κακόδοξος αύτη αϊρεσις έπεκλήθη τών Κολλυριδιανών διά τούς πλακούντας ή κολλυρίδας, άς ως θυσίαν προσέφεραν καθ’ ώρισμένην ήμέραν έπί δίφρου καί οΰς έπειτα έτρωγαν (Έπιφάνιος έν αίρέσει 78 καί 79). Κατά τήν αύτήν έποχήν άνεφάνησαν καί οί έκ διαμέτρου άντίθετοι τών Κολλυριδιανών, οί Αντιδικομαριανίται λεγόμενοι, οί τήν δόξαν τής Μητρός τού Κυρίου μή άνεχόμενοι, οϊτινες καί έπί τοσούτον έξετραχηλίσθησαν, ώστε νά τολμήσωσι νά ε’ίπωσιν, ότι ή Παρθένος μετά τήν γέννησιν τού Σωτήρας συνήλθεν άνδρϊ καί έτεκε καί άλλα τέκνα. Ταύτης τής αίρέσεως ζηλωταϊ έγένοντο καί οί νεώτεροι άντιδικομαριανίται, οί τήν άειπαρθενίαν καί τήν προσωνυμίαν Θεοτόκος άρνούμενοι. Τάς αιρέσεις ταύτας ή Εκκλησία κατεδίκασε καί κατέκρινε, καί εύκρινώς διετύπωσε τήν ορθήν καί άσφαλή
αυτής δόξαν, καθ’ ήν την άειπάρθενον κόρην ώς Θεοτόκον όφειΛομεν να τιμώμεν, ούχί δε ώς Θεόν να προσκυνώμεν (Κύριλλος). Αί αιρέσεις των Κολλυριδιανών καί τών Άντιδικομαριανιτών, αί κατά την Γ' Εκατονταετηρίδα έμφανισθεϊσαι, μαρτυρούσι παρεκτροπήν άπό τής αληθούς δόξης τής Καθολικής Εκκλησίας, ήτις εύρίσκετο έν τφ μέσφ των δύο έκ διαμέτρου αντιθέτων αιρέσεων. Ό Έπιφάνιος έν αίρέσει οη' Κεφ. 23 λέγει «Άλλους πάλιν άφραίνοντας εις τήν ύπέρ τής αύτής άγιας άειπαρθένου ύπόθεσιν, άντί Θεού ταύτην προσάγειν έσπουδακότας καί σπουδάζοντας, καί έν έμβροντήσει τινί καί φρενοβλαβείς φερομένους. Διηγούνται γάρ ώς τινες γυναίκες έν τή Άραβίς άπό των μερών τής Θρςκης τούτο γε τό κενοφώνημα ένηνόχασιν, ώς εις όνομα τής άειπαρθένου κολλυρίδα τινά έπιτελεϊν, καί συνάγεσθαι έπί τό αύτό, καί εις όνομα τής άγιας Παρθένου ύπέρ τό μέτρον τι πειράσθαι άθεμίτφ καί βλασφήμφ έπιχειρεϊν πράγματι, καί εις όνομα αύτής ίερουργεϊν διά γυναικών». Καί έν αίρέσει οθ' Κεφ. 1 λέγει «Ή αϊρεσις πάλιν έν τή Άραβίς άπό τής Θρςκης καί τών άνω μερών τής Σκυθίας άνεδείχθη... τινές γυναίκες κουρικόν τινα κοσμούσαι, (ήτοι δίφρον τετράγωνον), άπλώσασαι επ' αύτόν οθόνην, έν ήμέρς τινί φανερή τού έτους, έν ήμέραις τισίν άρτον προτιθέασι καί άναφέρουσιν εις όνομα τής Μαρίας, αί πάσαι δέ άπό τού άρτου μεταλαμβάνουσιν». Ούχ ήττον κατά τήν Δ' ήδη έκατονταετηρίδα ή εύλάβεια καί ό σεβασμός προς τήν Θεομήτορα έξεδηλώθη καί έξωτερικώς έπί μάλλον λαμπρότερος δι’ άνεγέρσεως μεγαλοπρεπών Ιερών Ναών άφιερωμένων εις τό όνομα τής Θεομήτορος. Ή Θεοτόκος ήν καί έστι καί έσται τοΐς πιστοΐς ή άμαχος προστάτις καί ό ταχύς άντιλήπτωρ καί βοηθός. Ταύτην έπεκαλούντο έν κινδύνοις καί έν θλίψεσι, καί ταύτην είχον ύπέρμαχον στρατηγόν έν τοΐς πολέμοις. Ή άπροσμάχητος αύτής δύναμις συνέτριβε τούς πολεμίους καί ή μητρική προς τον Τίόν καί Θεόν Αύτής παρρησία τό θειον έπί τούς πιστούς έδαψίλευεν έλεος. Ή εύλάβεια τών πιστών προς τήν Θεομήτορα άπό τού χρόνου τής καταδίκης τής αίρέσεως τού Νεστορίου έξεδηλούτο καθ ’ άπαν τό Ρωμαϊκόν κράτος διά λαμπρών εορτών καί πνευματικών πανηγύρεων, οί δέ πανταχού άνεγειρόμενοι επ' όνόματι τής θεομήτορος μεγαλοπρεπείς ναοί λαμπρώς διεκοσμούντο καί κάλλει διέπρεπον. Ή ήδραιωμένη δέ αύτή έν ταίς καρδίαις τών πιστών εύλάβεια προς τήν Θεοτόκον καί άειπάρθενον Μητέρα τού Κυρίου, άρξαμένη άπό τής άναδείξεως αύτής ώς Μητρός τού Κυρίου, διετέλεσεν άμετάπτωτος καθ’ όλους τούς αιώνας καί θέλει διαμείνη παρά τοΐς πιστοΐς εις άπαντα τον αιώνα άσάλευτος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. Περί τής προσωνυμίας Θεοτόκος.
Ή προσωνυμία Θεοτόκος, δι’ ής προσφωνεΐται ή Ύπεραγία Δέσποινα ήμών καί Μήτηρ τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, είναι ή μόνη προσήκουσα αύτή έπωνυμία. Οί άποκρούοντες τό όνομα Θεοτόκος λέγουσιν ότι όλοι οί σημαντικοί πατέρες τής ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας μέχρι τού Έπιφανίου, ήτοι έπί 400 έτη μ. X. οίον Πολύκαρπος, Ειρηναίος, Ιουστίνος ό μάρτυς, Κλήμης ό Αλεξανδρεύς, Χρυσόστομος, Βασίλειος εις τά γνήσια συγγράμματα αύτών, άναφερόντες τό όνομα τής Παναγίας, όνομάζουσιν ώς έπί τό πλεΐστον Μαρίαν, Μητέρα τού Χριστού, Μαρίαν Παρθένον, Αγίαν Παρθένον κτλ. άλλά ποτέ Θεοτόκον» λέγουσι δ’ ότι τό όνομα τούτο έγεινε συχνότατον άπό τής έν Έφέσφ τφ 430 μ.Χ. συνελθούσης Οικουμενικής Γ' Συνόδου. Προς ταύτα άπαντώμεν, έξ αύτών τούτων τών θείων Πατέρων καί διδασκάλων τής έκκλησίας φέροντες τάς άποδείξεις. Καί έν τοΐς προφήταις καί έν πάση τή Κ. Διαθήκη, έν οίς ή έκ παρθένου γέννησις τού Χριστού προφητεύεται καί εύαγγελίζεται, Θεοτόκος ή Μαριάμ κηρύττεται, διότι αύτη έγέννησεν ούκ άνθρωπον ψιλόν, άλλά Θεόν σεσαρκωμένον άληθώς καί κυρίως, καί τοιαύτην πιστεύοντες όμολογούσι, συνωδή προς τήν δόξαν τής Ορθοδόξου ήμών Ανατολικής Εκκλησίας καί απόντες έν γένει οί ιεροί τής έκκλησίας φωστήρες άπό τού πρώτου μέχρι τού έσχάτου ώς παραδεχόμενοι τήν παρθένον Μαρίαν Μητέρα Θεού. Καί έν πρώτοις παρά τφ Ώριγένει πρώτφ (τφ 230 μ.Χ.) εύρίσκομεν πρώτον
τό όνομα τής Παρθένου Θεοτόκος. Ούτος Θεοτόκον την παρθένον έκάλεσεν έρμηνεύων τό λγ' έδάφιον τού κβ' Κεφ. τού Δευτερονομίου, «την ήδη μεμνηστευμένην γυναίκα καλεϊ ούτω και έπί τού Ιωσήφ και τής Θεοτόκου έλέχθη». Ό Ωριγένης, ό κατακριθείς δι’ άλλας αύτού κακοδοξίας δεν κατεκρίθη δια τό όνομα «Θεοτόκος», όπερ θα έγίνετο, εάν τούτο ήτο καινόν τί προσφώνημα καί ούχί παλαιόν. Καί σημείωσαι ότι ό Ωριγένης μαθητής ήν τού Ιερού Κλήμεντος τού Άλεξανδρέως τού έν έτει 180 μετά Χριστόν άκμάσαντος, καί δήλον, ότι παρ’ αύτού έμυήθη τήν ίεραν συνήθειαν τήν έν τή έκκλησίμ καί τοΐς πάσι γνωστήν έντεύθεν καί ού κατεκρίθη. Καί Διονύσιος ό Αλεξανδρείας τφ 250 γράφων προς Παύλον τον Σαμοσατέα λέγει: «τον σαρκωθέντα έκ τής Αγίας Παρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας». Καί Γρηγόριος ό Νεοκαισαρείας ό θαυματουργός τφ 275 (λόγ. εις τον Εύαγγελισμόν) λέγει: «ταύτης ούν τής προφητείας τήν φδήν ή Αγία Θεοτόκος άνέπεμπε λέγουσα, Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον κτλ.» Καί ό Ιερός Μεθόδιος έπίσκοπος Πατάρων καί έκκλησιαστικός συγγραφεύς (τφ 300-311) λέγει: «Καί δή λαβομένη ή Θεοτόκος τον έκ τού άχράντου καί παναμώμου αύτής θυσιαστηρίου σαρκωθέντα ζωοποιόν καί άνέκφραστον άνθρακα, ώς λαβίδι...» Καί αλλαχού: «έπί τούτοις παρρησιασάμενος ό δίκαιος, καί τή προτροπή είξας τής διακονησαμένης Θεφ προς ανθρώπους θεομήτορος...» Καί αλλαχού πάλιν «τι προς σε φθέγξομαι, ώ μήτερ παρθένε, καί παρθένε μήτερ; Πατρικοΐς σε ύμνοις προσφθέγξομαι, θυγάτερ Δαυίδ καί μήτερ τού Κυρίου καί Θεού Δαυίδ... ώ πασών γενεών ύψηλοτέρα καί πάντων ορατών τε καί άοράτων δημιουργημάτων τιμιωτέρα φανεΐσα, διά σού γέγονε Κύριος ό Θεός τών δυνάμεων μεθ’ ήμών. Εύγε εύγε εύγε Μήτερ Θεού, καί δούλη». Καί ό Αλεξάνδρειάς Αλέξανδρος ό μετά τον Αχιλλάν τφ 320, γράφων προς τον Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρον τον έπί τής Α' οικουμενικής άγιας Συνόδου, καί Άμμων Έπίσκοπος Άνδριανουπόλεως, Θεοτόκον τήν Παρθένον έκάλουν. Καί ό Παμφίλου Εύσέβιος τφ 320 (έν βίψ Κωνσταντίνου Κεφ. μγ .) λέγει: «Διό δή βασιλίς ή θεοσεβεστάτη (Ελένη), τής Θεοτόκου τήν κύησιν (ήτοι τήν Βηθλεέμ), μνήμασι θαυμαστοΐς κατεκόσμοι». Καί μητέρα Θεού ό αύτός ονομάζει τήν Παρθένον, λέγων «άνάγκη γάρ τον δημιουργόν τών έργων αύτού κήδεσθαι, έπεΐ δέ κοσμικφ σώματι πλησιάζειν έν τε τή γή χρόνιζειν έμελλε, τής χρείας τούτο άπαιτούσης, νέαν τινάγέννησιν έαυτού έμηχανήσατο, χωρίς γάρ τοι γάμων σύλληψις, καί Αγνής παρθενίας είλείθυια, καί Θεού μήτηρ, κόρη κτλ.» (βλ. αύτόθι σ. 162). Καί ό Μέγας Αθανάσιος ό φωστήρ τής Αλεξάνδρειάς τφ 330 λέγει «καί αύτός δέ ό Άγγελος δρώμενος ομολογεί άπεστάλθαι παρά τού δεσπότου, ώς έπί Ζαχαρίου ό Γαβριήλ, καί έπί τής Θεοτόκου Μαρίας ό αύτός ώμολόγησε». Καί πάλιν «σκοπός τοίνυν ούτος καί χαρακτήρ τής άγιας Γραφής, ώς πολλάκις εϊπομεν, διπλήν είναι τήν περί τού Σωτήρας έπαγγελίαν έν αύτή ότι τε άεί Θεός ών καί υιός έστι, λόγος ών καί άπαύγασμα καί σοφία τού Πατρός, καί ότι ύστερον δΓ ήμάς σάρκα λαβών έκ παρθένου τής Θεοτόκου Μαρίας άνθρωπος γέγονε». Καί πάλιν «όθεν καί γενομένης τής σαρκός έκ τής Θεοτόκου Μαρίας, αύτός λέγεται γεγεννήσθαι ό τοΐς άλλοις γέννησιν εις τό είναι παρέχων καί ό Ιωάννης γενομένης φωνής παρά τής Θεοτόκου Μαρίας έσκίρτησεν έν άγαλλιάσει». Καί πάλιν «πόσον άν τις εϊποι τό καύχημα τής Αγίας παρθένου, καί θεοειδούς Μαρίας». Καί άλλαχού, «Διό καί παρθενομήτωρ ώς Θεοτόκος ή Αγία Μαρία.» (Άθανασ. λογ. γ. κατά Άρειον: τόμ. α' σελ. 563-579-583, τόμ. β' σελ. 824-875-1271 τόμ. γ' σελ. 1351 κ. έξ.). Καί Γρηγόριος ό θεολόγος τφ 370, (έπιστ. προς Κληδ. τόμ. α' σελ. 738) κατά Άπολλιναρίου, λέγει: «Εϊ τις ού Θεοτόκον τήν Μαρίαν ύπολαμβάνει χωρίς έστι τής Θεότητος.» Καί πάλιν ό αύτός (λόγος α' περί Τίού, προς Έλληνας) «Πού γάρ έν τοΐς σοΐς έγνως Θεοτόκον παρθένον;» ώσαύτως καί έν λόγψ λε' «Θεοτόκον παρθένον» τήν Παναγίαν ονομάζει.
Καί Ιωάννης ό Χρυσόστομος τφ 400 (λόγ. εις τήν Αγίαν παρθένον τόμ. ε' σελ. 876 Έκδ. Έτόν.) λέγει: «Ούδέν τοίνυν έν βίψ οίον ή Θεοτόκος Μαρία, περίελθε, Φ άνθρωπε, πάσαν τήν κτίσιν τφ λογισμφ, καί βλέπε εϊ έστιν ίσον ή μεΐζον τής Αγίας Θεοτόκου παρθένου, περινόστησον τήν γήν, περίβλεψον τήν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τον άέρα, τούς ούρανούς τή διανοίμ έρεύνησον, τάς άοράτους πάσας δυνάμεις ένθυμήθητι, καί βλέπε εϊ
έστιν άλλο τοιοϋτον θαύμα έν τη κτίσει». Καί πάλιν ό αυτός «Καί νύν ού λείπει τφ Θεφ Δεβώρα, ού λείπει τφ Θεφ Ισραήλ, έχομεν γάρ καί ημείς την Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον Μαρίαν πρεσβεύουσαν ύπέρ ημών, εί γάρ ή τυχούσα γυνή ένίκησε, πόσψ μάλλον ή του Χριστού μήτηρ καταισχύνει τούς εχθρούς τής άληθείας;» (Λόγ. περί τού χρησίμως τάς προφητείας άσαφεΐς είναι). Καί πάλιν ό αύτός: «Εάν ούν εϊπωσιν ότι των ούρανίων έστίν ό Μελχισεδέκ, ή άλλου τίνος χωρίου, άκουσάτωσαν ότι καί αύτός γόνυ κάμπτει τφ Χριστφ τψ σαρκωθέντι έκ τής Θεοτόκου Μαρίας, λέγει γάρ ό Απόστολος κτλ.» (Ίω. Χρυσοστ. εις Μελχισεδέκ τόμ. στ' 296). Καί πάλιν «ό Θεός ούν ού μόνον έβλεπε τήν των Ιουδαίων άκμάζουσα εύσέβειαν, άλλάκαί τήν μετά ταύτα των πιστών εύσέβειαν προήδει ότι έμελλε προϊέναι έκ τής Ίουδαίας ή Αγία Θεοτόκος παρθένος, προεώρα τον χορόν τών Αποστόλων, προέβλεπε τά τάγματα τών ομολογητών, τάς μυριάδας τών Ιουδαίων τών μελλόντων πιστεύειν κτλ.» (εις τήν δ', ήμερ. τής Κοσμοποίιας τόμ. στ', σελ. 475). Καί ό Πρόκλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μαθητής Ίωάννου τού Χρυσοστόμου, καί θείος τής Εκκλησίας Πατήρ λέγει: «Συνεκάλεσαν ήμάς νύν ένταύθα ή Αγία Θεοτόκος καί παρθένος Μαρία τό άμόλυντον τής παρθενίας κειμήλιον, ό λογικός τού δευτέρου Αδάμ παράδεισος, τό έργαστήριον τής ένώσεως τών φύσεων, ή πανήγυρις τού σωτηρίου συναλλάγματος, ή παστάς έν ή ό λόγος ένυμφεύσατο τήν σάρκα, ή έμψυχος τής φύσεως βάτος, ή παρθένος καί ούρανός, ή μόνη Θεού προς άνθρώπους γέφυρα, ό φρικτός τής οικονομίας ιστός, έν φ άρρήτως ύφάνθη ό τής ένώσεως χιτών...», (έγκωμ. εις τήν Θεοτόκον κτλ 6). Καί ό Ιερός Αύγουστίνος τφ 400 (λόγ. περί φύσ. καί χάριτ. Κεφ. λστ') λέγει: «Πλήν μόνης τής Θεοτόκου πάντες οί λοιποί ήμαρτον, κατά τό, έάν εϊπωμεν ότι άμαρτίαν ούκ έχομεν, ψευδόμεθα, μόνη γάρ ή Θεοτόκος πλείονα έλαβε χάριν». Ό δέ Ιερός Θεοδώρητος τφ 436 μαρτυρεί στεντορείως ότι παράδοσις καί διδασκαλία έστίν άποστολική νά όνομάζωμεν τήν Μαριάμ Θεοτόκον, λέγει γάρ: «τών πάλαι καί πρόπαλαι τής ορθοδόξου πίστεως κηρύκων κατά τήν Αποστολικήν παράδοσιν Θεοτόκον διδαξάντων ονομάζει καί πιστεύει τήν τού Κυρίου μητέρα» (Βλέπ. Θεοδ. έπιστ. Σπορακίω τόμ. δ', σελ. 639). Γρηγόριος δέ ό Νύσσης εις τήν γέννησιν τού Κυρίου (Τόμ. III σελ. 460) λέγει περί τής μητρός τού Κυρίου ή «Θεομήτωρ Παρθένος», τό δέ θεομήτωρ έρρήθη κατά τό θεοπάτωρ, όπερ είναι έπίθετον άποδιδόμενον τφ προφήτη Δαυίδ παρά τών ύμνογράφων καί τών Αρχαίων πατέρων τής Εκκλησίας ένεκεν τής έξ αύτού κατά σάρκα καταγωγής τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού. Ούτως ό Χρυσόστομος (περί ψευδοδιδασκαλίας, τόμ. στ' Παρίσιοι 478) λέγει: «ό θεοπάτωρ Δαυίδ περί τών τοιούτων πολλούς μόχθους κατέβαλε». Καί Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης (έπιστολή VIII Αριθμ. 1 σελ. 778) λέγει: «τί τον θεοπάτορα Δαυίδ έποίει θεοφιλή;» Εάν λοιπόν ό προφήτης Δαυίδ καλήται θεοπάτωρ διότι είναι προπάτωρ τής παρθένου Μαρίας, διατί αύτη νά μή λέγεται θεομήτωρ ή τεκούσα τον Ίησούν τον Θεόν; εί δέ καί λέγεται θεομήτωρ, διατί ούχί καί Θεοτόκος; Εάν τά έπίθετα θεομήτωρ καί Θεοτόκος δεν ήσαν έν χρήσει έν τή Έκκλησίμ ούδείς τών πατέρων καί τών συγγραφέων τών πρώτων αιώνων θά έποιεΐτο χρήσιν έν τή συγγραφή τού έπιθέτου τούτου, διότι θά άπεδοκιμάζετο ύπό τής Εκκλησίας. Ή Εκκλησία όμως ού μόνον δεν άπεδοκίμασεν, άλλάκαί τού καιρού έπιστάντος έπεκύρωσε τό ιερόν προσωνύμιον τής Παρθένου «Θεοτόκος» διά τής Γ' Οικουμενικής Συνόδου, δι’ ής κατεδίκασε μέν τον αιρετικόν Νεστόριον τον βλασφήμως άποκαλέσαντα τήν Παρθένον Χριστοτόκον, άνεκήρυξε δέ ταύτην κυρίως καί άληθώς Θεοτόκον. Μάτην άρα οί καινοί διδάσκαλοι, οί Νεστοριανοί τής έποχής μας, κατά τού έπιθέτου Θεοτόκος καταφέρονται. Ό Ιππόλυτος μαθητής τού Ειρηναίου τού μαθητού τού Πολυκάρπου μαθητού τού εύαγγελιστού Ίωάννου ού χρήται μέν τή λέξει Θεοτόκος, χρήται όμως ίσοδυνάμοις άλλαις λέξεσιν έξ ών ήλιου φαεινότερον γίνεται, ότι Θεοτόκον ταύτην έθεώρει καί έπίστευεν «Είπέ μοι, λέγει, ώ μακαρία Μαρία, τί ήν τό ύπό Σου έν τή κοιλίμ συνειλημμένον καί τί ήν τό ύπό Σου έν παρθενική μήτρμ βασταζόμενον; Λόγος γάρ ήν Θεού πρωτότοκος άπ’ ούρανών έπί σε κατερχόμενος, καί άνθρωπος πρωτότοκος έν κοιλία πλασσόμενος...» (παρά Θεοδωρ. Διαλ. Α' τόμ. 4 σελ. 27 Έκδ. Εύγεν. τού Βουλγ.). Τό
Άειπάρθενον αυτής έξόχως διαγραφών Λέγει: «ό των όλων Δημιουργός έκ τής Παναγίας αειπάρθενου Μαρίας κατά σύλληψιν άχραντον, δίχα τροπής ένουσιώσας έαυτφ ψυχήν νοεραν μετά αισθητικού σώματος, γέγονεν άνθρωπος φύσει κακίας άλλότριος όλος Θεός αύτός...» (Κατα Βύρωνος καί Ήλικος τ. 10 σελ. 840 ed. Migne). Ή άκρα προς τή θεομήτορα εύσέβεια τού αγίου ΊπποΛύτου ή κληρονομικφ τινι δικαιώματι μεταδοθείσα δια τού Αποστόλου Ίωάννου, τού Πολυκάρπου καί τού Ειρηναίου, δείκνυται καί έκ των έπομένων αύτού λόγων: «έν χρόνψ παρών ό Σωτήρ έκ τής Παρθένου τής Κιβωτού, τό ίδιον σώμα τφ κόσμψ προσιίνεγκεν, χρυσίψ καθαρφ κεχρυσωμένης ένδοθεν μέν τφ λόγψ, έξωθεν δέ τφ Πνεύματι τφ άγίψ, ώστε άποδέδεικται ή αλήθεια, καί πεφανέρωται ή Κιβωτός» (εις Δανιήλ τ. 10 σελ. 648 ed. Migne). Ό σοφώτατος Οικονόμος παραδεχόμενος ώς γνησίαν τήν Επιστολήν τήν φερομένην ύπό τό όνομα τού αγίου Διονυσίου τού Αλεξανδρείας προς τον Παύλον τον Σαμοσατέα, έν ή φέρεται τό όνομα Θεοτόκος, Λέγει «Τό Θεοτόκος θεόχρηστον όνομα έγραφε καί έξηγεΐ Ωριγένης (έγεννήθη ούτος τφ 186 μ.Χ.), ώς ανέκαθεν ήδη σύνηθες επ' αύτού έν τή έκκλησίμ, «Ό Ωριγένης έν τφ α' τόμψ τών εις τήν προς Ρωμαίους τού Αποστόλου έπιστολήν έρμηνεύων πώς Θεοτόκος Λέγεται, πλατέως έξήγησε» (Σωκρ. έκκΛ. Ίστορ. Ζ', 32), σφζεται δέ καί άΛΛητού Ώριγένους αύτού ρήσις εις Δευτερ. κβ', 23. «Τήν ήδη μεμνηστευμένην γυναίκα καλεΐ, ούτω καί έπί τού ’Ιωσήφ καί τής Θεοτόκου έλέχθη» (έν Όκταπλ. σελ. 1554 Έκδ. Θεοφ.). Καί ομιλία α' εις Ματθαίον α'. «Ή μήτηρ αύτού τίνος αύτού, ή μήτηρ τού Θεού τού μονογενούς» καί πάλιν «αύτή ή παρθένος Θεόν έγέννησε, καί μήτηρ έγένετο, άλλά τήν παρθενίαν ούκ άπέβαλε», καί «τούτου τού μονογενούς Θεού μήτηρ, αύτή ή παρθένος Μαρία». Τό Θεοτόκος είπε καί Γρηγόριος ό θαυματουργός πανηγυρίζων τον εύαγγελισμόν τής Θεοτόκου παρθένου Μαρίας (εις τον Εύαγγ, Λόγ. α καί β' σελ., 14,18 Paris 1632) καί Διονύσιος ό Μέγας καί ό Ιερός Μεθόδιος (Λόγος εις Συμεών, όπου καί θεογεννήτρια Λέγει, Μητέρα υεού) καί ό Μ. Αθανάσιος έπιστ. προς τούς έν Αίγύπτψ μοναχούς, καί άλλαχού πολλαχού, καί Κυριοτόκον δέ τή Μητέρα τού Κυρίου άποκαλε;***** (ύπομν.είς Λουκ. έν Callandii Biblioth. Patr. TV. *****. 187). Αλέξανδρος ό Αλεξανδρείας (έπιστολή προς Αλέξανδρον Κωνσταντινουπόλεως). Εύσέβιος ό Παμφίλου (βίψ Κωνσταντ., γ' 45) ό Μ. Βασίλειος (Λόγ. εις τήν Χριστ. γέννησιν). Ό θεολόγος Γρηγόριος: «εϊ τις ού Θεοτόκον τήν Μαρίαν ύπολαμβάνει, χωρίς έστι τής θεότητας» (Λόγος να' σελ. 738 πρβλ. καί Λόγ. Λε', σελ. 554), ό θείος Χρυσόστομος (τόμ. στ'. Λογ, εις τον Μελχισεδέκ καί ιε' όμιΛ. ρια' όπου καί Αειπάρθενον αύτήν άνευφημεϊ). Ό Ιερός Έπιφανιος (πολλαχού). Γρηγόριος ό Νύσσης (Επιστολή προς Αμβροσίαν, βλ. τόμ. γ' σελ. 660). Κύριλλος ό Ιεροσολύμων (Κατήχ. 1).
Καί έν τφ Αλεξανδρινφ Κώδικι (τιθεμένψ περί τφ 380 μ.Χ. (ή φδή τής Θεοτόκου έπιγέγραπται «Προσευχή Μαρίας τής Θεοτόκου» (τόμ. Δ', Έκδ. geabe). Τήν Θεοτόκον έκήρυξαν καί Αμφιλόχιος ό Ίκονίου, καί ό Ιερός Αντίοχος, καί Άμμων ό Άνδριανουπόλεως, καί Σεβηριανός, καί Θεόφιλος ό Αλεξάνδρειάς, καί Αττικός ό Κωνσταντινουπόλεως (παρά Κυρίλλψ Αλεξάνδρειάς τόμ. Ε' έπιστολή προς Ακάκιον τον Βερροίας). Πρόκλος ό Κωνσταντινουπόλεως (Λόγ. εις τήν ένανθρώπισιν κτλ.). Ό Ιερός Θεοδώρητος (τόμ. δ' σελ. 667 κτλ.). Ό Ιερός Αύγουστίνος «Deipara virgo et casta perpetuo» (de temporser 6 καί άλλαχού), Ό μακάριος Ιερώνυμος «Ή Μήτηρ Θεού» (εις Ήσάίαν η', 4 καί άλλαχού). Ούτω τό Θεοτόκος όνομα έτι κατά τον Β' αιώνα έξ ΆποστοΛικής παραδόσεως καί διδασκαλίας έδοξάζετο έν τή Έκκλησίμ, άπό τών χριστιανών άπάντων όμολογούμενον. Όθεν καί Ίουλιανός ό άποστάτης έμαίνετο λέγων «Θεοτόκον δέ ύμεΐς ού παύσεσθε τήν Μαρίαν καλούντες» (Κύριλλ. κατά Ίουλιανού Η. σελ. 262). Ύστερον δέ καί Νεστορίου φρυάξαντος, συνεκροτήθη ή έν Έφέσψ Γ' Σύνοδος, 430 μ.Χ. έν ή συνοδικώς έθεσπίσθη, «Κυρίως καί άληθώς Θεοτόκον τήν άειπάρθενον τού Κυρίου Μητέρα άνευφημεΐσθαι». Τότε διέλαμπε καί Κύριλλος ό Αλεξάνδρειάς ό τής Θεοτόκου μεγαλοφωνότατος κήρυξ, καί άλλοι τών Ιερών Πατέρων, οϊτινες, ώς καί πάντες οί τούτων έξής, καί ή Α' καί ή Ε' καί ή ΣΤ' καί ή Ζ' Οικουμενική τό όνομα τής Θεοτόκου γεραίρουσι. Τούτο δέ άρα έλάνθανε τούς κινήσαντας Αμφιβολίας περί τής γνησιότητας
τής ανωτέρω προς τον Σαμοσατέα επιστολής τοϋ Διονυσίου διά τινας κουφολογίας, έν αίς μίαν άριθμοϋσι καί ότι περιέχει δήθεν πολλούς μετά τον Διονύσιον χρόνους έν τή Γ' συνόδω πρώτον θεσπισθέν όνομα τής Θεοτόκου».
Προσφωνήσω προς τήν Ύπεραγίαν Θεοτόκον.
Χαίρε Θεοτόκε Παρθένε, χαΐρε κεχαριτωμένη Μαρία ό Κύριος μετά σου, χαΐρε ή τον άσπασμόν τού Αγγέλου δεξαμένη, χαίρε ή άξιωθεϊσαγενέσθαι Μήτηρ Θεού. Σύ εί, θεογεννήτρια, τής σωτηρίας ήμών τόκεφάλαιον. Σύ εί, θεομήτορ, ή τροφός τής ζωής ήμών. Σύ εί, Αειπάρθενος Κόρη, ή εύφροσύνη πασών των γενεών. Σύ εί, Παρθενομήτορ, ή πέτρα ή ποτίσασα τούς διψώντας τήν ζωήν. Σύ εί, άπειρόγαμος μήτηρ, ή διάδοχος τροφή τού μάννα. Σύ εί, άγαμος νύμφη, ή διάκονος τής τροφής τής άγιας. Σύ εί, ζωοτόκος, ή έμψυχος τράπεζα ή τον άρτον ζωής χωρήσασα. Σύ εί, καλλιτόκος, ή άκένωτος πηγή, ή τό ύδωρ τό ζών άναβλύσασα. Σύ εί, μητροπάρθενε, ή άνήροτος χώρα ή τον θειον βλαστήσασα στάχυν. Σύ εί, πανάμωμος νύμφη, τό ήδύπνοον κρίνον τό πιστούς εύωδιάζον. Σύ εί, πανακήρατος κόρη, τό σκήπτρον τής Ορθοδοξίας. Σύ εί, άγνή Παρθένε, ό πύργος ό άσάλευτος τής Εκκλησίας. Σύ εί, τού κόσμου Δέσποινα, όχημα τό Πανάγιον τού έπί τών Χερουβείμ. Σύ εί, τών Αγγέλων βασίλισσα, τό πανάριστον οίκημα τού έπί τών Σεραφείμ. Σύ εί, Παρθένε θεόνυμφε, τό έμψυχον παλάτιον τού παμβασιλέως. Σύ εί Ανύμφευτε νύμφη, τό χωρίον τό εύρύχώρον τού άχώρητου. Σύ εί, μεγαλοτόκος, ή τον Θεόν άφράστως γεννήσασα. Σύ εί, Θεοκυήτορ, ή τον άχώρητον έν γαστρί χωρήσασα. Σύ εί, Άχραντε Παρθένε, ό ναός ό άκατάλυτος. Σύ εί, άπειρολεχής νύμφη, ό ναός τού Θεού ό έμψυχος. Σύ εί, Πάνσεμνε Κόρη, ούρανού καί γής ίσόρροπον οίκημα. Σύ εί, Παναγία Παρθένε, τής άχώρητου φύσεως χωρίον εύρύχωρον. Σύ εί, άμίαντος Κόρη, ό φαεινός όρθρος ό τον ήλιον φέρων τής δικαιοσύνης. Σύ εί, εύλογημένη Παρθένε, τού φωτός τό οίκητήριον, έξ ού τό φώς τφ κόσμψ έξανέτειλεν. Σύ εί, πάναγνε, νύμφη, ή αύγή τής μυστικής ή μέρας. Σύ εί, άσπιλε κόρη, ή άκτίς τού άδύτου φέγγους. Σύ εί, άμόλυντε Παρθένε, ή του Χριστού κατά σάρκα Μήτηρ. Σύ εί, άφθορος κόρη, ή αληθώς καί κυρίως τον Θεόν Λόγον σεσαρκωμένον τεκούσα. Σύ εί, Αγία Παρθένε, ή τον Θεόν Λόγον ως βρέφος έν ώλέναις βαστάσασα. Σύ εί, Πανάχραντε Δέσποινα, ή τον τροφέα τών όλων ώς μήτηρ θηλάσασα. Σύ εί, σεπτόν κειμήλιον τής Οικουμένης άπάσης. Σύ εί, ό τόμος έν φ θείψ δακτύλψ ό λόγος τού Πατρός έγγέγραπται. Σύ εί, δοχεΐον ούρανίου εύφροσύνης. Σύ εί, οδηγός τών πιστών σωφροσύνης. Σύ εί, λειμών εύωδίας. Σύ εί, παράδεισος άφθαρσίας. Σύ εί, ή κλείς τής τών Ούρανών βασιλείας. Σύ εί, ή όλκάς τών δεομένων σωτηρίας. Σύ εί, προνοίας Θεού ταμεΐον. Σύ εί, σοφίας Θεού δοχεΐον. Σύ εί, φωτός ένδυμα. Σύ εί, άρετής έφέστιον. Σύ εί, παρθένων τό καύχημα. Σύ εί, μητέρων άγλάίσμα. Σύ εί, άγνείας θησαύρισμα. Σύ εί, παρθενίας ώράίσμα. Σύ εί, τό στέφος τής έγκρατείας. Σύ εί, τό άνθος τής άφθαρσίας. Σύ εί, ή στύλος τής παρθενίας. Σύ εί, ή πύλη τής σωτηρίας. Σύ εί, ό άρχηγός νοητής άναπλάσεως. Σύ εί, ό χορηγός θεϊκής άγαθότητος. Σύ εί, στερρόν τής πίστεως έρεισμα. Σύ εί, λαμπρόν τής χάριτος γνώρισμα. Σύ εί, τών Αποστόλων τό άσίγητον στόμα. Σύ εί, τών άθλοφόρων τό άνίκητον θάρσος. Σύ εί, πρεσβείας δεκτόν θυμίαμα. Σύ εί, τού κόσμου παντός έξίλασμα. Σύ εί, Θεού προς θνητούς εύδοκία. Σύ εί, θνητών προς Θεόν παρρησία. Σε τήν άειπάρθενον Θεοτόκον ή τού Θεού άγαθότης προώρισε γενέσθαι μητέρα τής σωτηρίας. Σε προ αιώνων οί προφήται ώς Παρθένον καί Νύμφην Θεού προεκήρυξαν. Σύ εί, ή ολόφωτος νεφέλη ή τον λαόν τού Θεού σκέπουσα. Σύ εί, ή πύρινος στήλη, ή τον νέον Ισραήλ φωταγωγούσα. Σύ εί, ή σκηνή τού μαρτυρίου, ήν τό θειον έπεσκίασε. Σύ εί, ή κιβωτός τής Διαθήκης έν ή ό λόγος τού Θεού διέμεινεν. Σύ εί, ράβδος τού Ααρών ή τό άνθος, τον Χριστόν, βλαστήσασα. Σύ εί, ή στάμνος ή τό ούράνιον μάννα χωρήσασα. Σύ εί, ή κλΐμαξ τού ’Ιακώβ δι’ ής κατέβη ό Θεός. Σύ εί, ό πόκος ό ένδροσος, όν Γεδεών προεθεάσατο. Σύ εί, τό όρος τό άλατόμητον έξ ού άρρήτως ό άκρογωνιαΐος έτμήθη λίθος Χριστός. Σύ εί, ή θάλασσα ή ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν.
Σε ό Ήσαιας, προκατήγγειλε παρθένον και μητέρα τού Εμμανουήλ. Σέ ό Ιεζεκιήλ προαναφώνει τήν πύλην τήν κεκλεισμένην δι’ ής είσελεύσεται ό Θεός. Σύ εϊ, ή λαβϊς ή μυστική ή συλλαβούσα τον ανθρακα Χριστόν. Σύ εϊ, θεόνυμφε κόρη, ή ανύμφευτος νύμφη ή άξιωθεΐσα γενέσθαι μήτηρ Χριστού τού Θεού.

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |